Η ιστορική συναυλία των Chris & Carla στην Θεσσαλονίκη (Inauguration day VIDEO)
Από TivoliRadio.gr Στις 5 Μαΐου, 2019
Είναι ξημέρωμα Δευτέρας, ακούω την εκπομπή του φίλου Γιάννη Ζελιαναίου και κάποια στιγμή βάζει Walkabouts.
Ανοίγουμε κουβέντα και η συζήτηση φτάνει στην ιστορική εμφάνιση που έκαναν ο Chris με την Carla στη Θεσσαλονίκη. Με έκπληξη τον ακούω να μου λέει για ένα συγκεκριμένο γεγονός που, εγώ που ήμουν παρών στην συναυλία, δεν το ήξερα, ενώ εκείνος που δεν είχε πάει, το γνώριζε. Χρειάζεσαι περισσότερα για να σκαλίσεις μια όμορφη, μακρινή ανάμνηση;
Τον Απρίλιο του 1994 οι Walkabouts στα πλαίσια της περιοδείας του δίσκου τους “Setting the woods on fire” πέρασαν και από την Ελλάδα. Λίγες εβδομάδες πριν από την εμφάνισή τους στην Αθήνα, τα δυο βασικά τους μέλη Chris Eckman και Carla Torgerson έδωσαν μια μυστική συναυλία στο μπαρ Green Door στα Εξάρχεια. Η ανταπόκριση της εμφάνισής τους ήταν τόσο θερμή, που πήραν την απόφαση να συμπεριλάβουν την Ελλάδα την επόμενη χρονιά, που θα περιόδευαν ως Chris & Carla, για την προώθηση του δίσκου τους “Life full of holes”. Έτσι, λοιπόν, κανόνισαν τον Φεβρουάριο του 1995 να περάσουν και από την χώρα μας.
Στις 24 του μήνα όλα ήταν έτοιμα για την ακουστική τους εμφάνιση στο Zero Club στη Θεσσαλονίκη. Ή σχεδόν όλα… Το ντουέτο ήταν εκεί, τα μουσικά όργανα ήταν εκεί, ο κόσμος ήταν εκεί, αλλά η μουσική δεν ήταν εκεί! Η –στα πρόθυρα κατάρρευσης– κονσόλα ήχου και οι κωμικοτραγικοί (όπως αναφέρει ο ίδιος ο Chris) ηχολήπτες, είχαν ως αποτέλεσμα ο ήχος να είναι τόσο χάλια που δεν μπορούσε η εκπρόσωπος της διοργάνωσης να ανακοινώσει την ματαίωση της συναυλίας! Το δελτίο τύπου της διοργανώτριας εταιρίας είναι χαρακτηριστικό: «Απίθανα τεχνικά προβλήματα οδήγησαν τελικά στην ματαίωση, παρά τις τετράωρες προσπάθειες του Chris Eckman να τα λύσει. Η ιδέα να τους απολαύσει ο κόσμος σε μια έκδοση “βιομηχανικού folk rock” δεν θα ταίριαζε ούτε με το ήθος των ίδιων, ούτε της Hitch Hyke. Ένα απλούστατο σχήμα, με δυο ακουστικές κιθάρες και δυο φωνές, στάθηκε αδύνατο να εξυπηρετηθεί τεχνικά. Αιτία η μανία ορισμένων –ευτυχώς λίγων πια– ανθρώπων που συγχέουν την ανεξάρτητη σκηνή με την προχειρότητα και την περιφρόνηση του κοινού της μουσικής». Το ντουέτο δεν μπορούσε να αναβάλει την συναυλία για την επόμενη μέρα, μια που στις 25 και 26 του μήνα είχαν δυο (προγραμματισμένες αυτή τη φορά) sold out συναυλίες στο Green Door στην Αθήνα.
Απογοητευμένοι ο Chris και η Carla μαζί με τους Γιώργο Μπαντούκ Αποστολάκη, Χρήστο Γούσιο, Αιμίλιο Κατσούρη και Γιώργο Χριστιανάκη, πήγαν το ίδιο βράδυ σε μια ταβέρνα στην παλιά πόλη. Εκεί, μετά από μερικά καραφάκια ρετσίνα και υπό τους ήχους της ζωντανής μουσικής, o Χριστιανάκης ρίχνει την ιδέα να κάνουν μια και μόνο συναυλία στην πόλη με εγχώριους μουσικούς. Όπως θυμάται, «Εξ αρχής ήταν μόνο για την Θεσσαλονίκη. Δεν είπαμε να το κάνουμε και αν πάει καλά, βλέπουμε μήπως το επαναλάβουμε. Τα παιδιά είχαν έρθει και την προηγούμενη χρονιά στην πόλη με τους Walkabouts. Ενδιαφέρονταν για την σκηνή της Θεσσαλονίκης και τους είχα δώσει δίσκους. Είχαν κάτσει ένα τριήμερο και τους γνώρισα διάφορους μουσικούς. Έτσι, όταν πάνω στην κουβέντα προτάθηκε να παίξουν με ντόπιους μουσικούς, ο Chris ενθουσιάστηκε».
Την μπάντα ανέλαβε να στήσει ο Μπαντούκ, ο οποίος πριν λίγους μήνες είχε έρθει στην πόλη από το Λονδίνο. Εκείνο το διάστημα εργαζόταν στο γραφείο του Μύλου μαζί με τον Χριστιανάκη και όπως παραδέχεται, τότε, δεν γνώριζε πολλά για τους Walkabouts. Οι μουσικοί που μαζεύτηκαν τελικά ήταν οι Γιώργος Παπάζογλου (Ποδηλάτες) και Χρήστος Γούσιος (Huana’s Visions) στα ντραμς, ο Γιώργος Μπαντούκ Αποστολάκης (Noise Promotion Company) στην κιθάρα και την φυσαρμόνικα, ο Θόδωρος Κονκουρής (γνωστός και ως “Ευκάλυπτος”) στο μπάσο (Noise Promotion Company), ο Φώτης Σιώτας στο βιολί (Ποδηλάτες), ο Μανώλης Φάμελλος στο μαντολίνο και ο Γιώργο Χριστιανάκης στα πλήκτρα. Για τις ανάγκες τις βραδιάς η ομάδα των μουσικών ονομάστηκε “Mylos All-Stars”.
Τα χρονικά περιθώρια για το δέσιμο του ντουέτου με τους Έλληνες μουσικούς ήταν στενά, μια που ο Chris και η Carla ήρθαν στην πόλη λίγες μέρες πριν την συναυλία. Βέβαια, όπως ανακαλεί ο Χριστιανάκης, «Ουσιαστικά κάναμε 2-3 πρόβες. Ωστόσο, μας είχαν στείλει προηγουμένως τα κομμάτια και τα κοιτάξαμε ο καθένας ξεχωριστά».
Γι’ αυτές τις λίγες μέρες προετοιμασίας ο Μπαντούκ που είχε κεντρικό ρόλο, θυμάται: «Οι πρόβες έγιναν τα μεσημέρια στο κλαμπ του Μύλου. Μου αποδόθηκε ο βαρύγδουπος τίτλος του band director, αν και θεωρώ ότι δεν χρειάστηκε ποτέ να επιβάλλω κάποια συγκεκριμένη άποψη. Ήταν ιδιαίτερα εύκολο να έρθουμε σε συνεννόηση τόσο με τον Chris, όσο και με την Carla, και ήταν μια μικρή αποκάλυψη όταν συνειδητοποιήσαμε ότι οι κοινές μας αναφορές δεν περιοριζόταν μόνο στα πλαίσια αυτού που θα ονομάζαμε Americana, αλλά έπιαναν κι ένα σωρό μουσικές από διάφορες χώρες, και είδη πέρα από τα καθαρά roots. Είχαμε την ευκαιρία να κάνουμε και λίγες βόλτες γύρω από τη Θεσσαλονίκη και να νιώσουμε ακόμα πιο άνετα – ήταν σαν να παίζαμε με μακρινούς φίλους μας παρά με απόμακρους σταρ που πουλούσαν μούρη από τη στιγμή που σηκωνόταν από τα κρεβάτια τους».
Και συνεχίζει, «Οι πρόβες πήγαιναν απ’ το καλό στο καλύτερο, ο ήχος έστρωνε. Ο Chris είχε παραξενευτεί στην αρχή με την κιθάρα μου (Fender Jaguar), αλλά σύντομα τη θεώρησε μια ευχάριστη έκπληξη. Καθένας πιστεύω ότι ένιωθε πως είχε το χώρο να παίξει όπως ήθελε, χωρίς να μπερδεύεται στα πόδια των άλλων, χωρίς να μεταχειρίζεται το υλικό της συναυλίας με λάθος στυλ. Είχα την ευκαιρία να παίξω και αρκετή σλάιντ κιθάρα, καθώς επίσης και φυσαρμόνικα σε ένα-δυο κομμάτια. Ο Χρήστος Γούσιος θα ανέβαινε για να παίξει τύμπανα σ’ ένα κομμάτι, ο Μανώλης Φάμελλος θα έπαιζε μαντολίνο σε άλλο ένα, ο Γιώργος Χριστιανάκης θα έπαιζε πλήκτρα στο “Sand & gravel”, στο οποίο δόθηκε μια διαφορετική κατεύθυνση. Το “Lungs” του Townes Van Zandt μπήκε στο σετ, άλλη μια έκπληξη. Δίνοντας κι ένα μικρό φόρο τιμής στις κοινές μας αναφορές, αποφασίσαμε να παίξουμε μια δεόντως ηλεκτρική εκδοχή του “Like a hurricane” του Neil Young για τελευταίο κομμάτι. Υπήρχε χώρος για μια πληθώρα ήχων και στυλ – όπως μου είχε πει τότε ο Γιάννης Σημαντήρας, ακουγόμουν σαν μια διασταύρωση του Chet Atkins με τον David Gilmour».
Η συναυλία κανονίστηκε για την Τετάρτη 3 Μαΐου, η οποία ήταν η πρώτη μέρα ενός τριημέρου εκδηλώσεων στον Μύλο, στο οποίο θα ακολουθούσαν οι Gutterball και οι Dodgy. Ο Μπαντούκ ανακαλεί, «Όταν η μεγάλη μέρα έφτασε, τα μηχανήματα στήθηκαν, το κλαμπ του Μύλου γέμισε, έβλεπα ένα σωρό γνωστούς και φίλους κάτω από τη σκηνή. Ο Chris και η Carla άρχισαν το σετ μόνοι τους, με το “Where the air is cool and dark”. Προσπάθησα να ετοιμαστώ χωρίς να το πολυσκέφτομαι, και με το που μπήκε το “Prisoner of Texas” και αρχίσαμε να παίζουμε όλοι μαζί, μου βγήκε μια υπέροχη αίσθηση, όπως σε πολλές συναυλίες που ξέρεις ότι όλα θα πάνε καλά από την πρώτη νότα. Με το σβήσιμο του “Like a hurricane” ξέραμε πως όλοι μαζί κάναμε ό,τι έπρεπε για να φτιαχτεί κάτι ωραίο, κάτι που θα μας έμενε αξέχαστο. Αν ανεβήκαμε στη σκηνή σαν συνεργάτες, κατεβήκαμε σαν φίλοι για πάντα».
Παρόμοιες είναι και οι αναμνήσεις του Χριστιανάκη, «Έγιναν απλά τα πράγματα, όπως έπρεπε να γίνονται. Θυμάμαι πως ήταν μια πάρα πολύ ωραία συνεύρεση. Όλα κύλισαν νορμάλ. Είχε γέλιο στις πρόβες και υπήρχε πολύ καλή διάθεση. Κάναμε ελεύθερο παίξιμο, σαν τζαμάρισμα, σε κάποια κομμάτια που τα είχαμε ρίξει μια ματιά λίγο πριν. Δεν ήταν κάτι αυστηρό ώστε να ήμασταν φοβισμένοι, ήταν ένα πράγμα ελεύθερο. Υπήρχε πολύ καλή επαφή με τα παιδιά και ακόμα υπάρχει». Στο ίδιο μήκος κύματος και η Carla: «Ήταν μια πολύ ωραία ανάμνηση και γνωρίσαμε κάποιους υπέροχους και ταλαντούχους ανθρώπους».
Ευτυχώς (για όλους μας), ο Αιμίλιος Κατσούρης από την Hitch-Hyke και ο Γιώργος Χριστιανάκης κανόνισαν η συναυλία να ηχογραφηθεί. Το αποτέλεσμα ικανοποίησε τους πάντες βαθιά, μια όπως αναφέρει η Carla: «Είχαμε μια καταπληκτική ηχογράφηση από την βραδιά και αποφασίσαμε να την κυκλοφορήσουμε». Ο Chris είχε ήδη μιλήσει με γερμανική δισκογραφική εταιρία Glitterhouse και το φθινόπωρο, μαζί με την Hitch-Hyke, κυκλοφόρησαν το άλμπουμ “Nights between stations – Live in Thessaloniki 1995”. Την μοναδική μέχρι σήμερα επίσημη, διεθνή κυκλοφορία που στο εξώφυλλο αναγράφεται “Live in Thessaloniki”. Ένας καταπληκτικός δίσκος που αποτυπώνει πλήρως την ατμόσφαιρα και το κλίμα της συναυλίας, με τις εξαιρετικές ερμηνείες όλων των μουσικών. Από τα 18 κομμάτια που ακούστηκαν εκείνη την βραδιά, τα 12 βρίσκονται εκεί. Δυστυχώς, το “Like a hurricane” που έκλεισε συγκλονιστικά το πρώτον ανκόρ και «ισοπέδωσε» τον Μύλο, υπάρχει μόνο στις αναμνήσεις των παρευρισκόμενων και μάλιστα βαθιά χαραγμένο. Ωστόσο, οι συντελεστές επέλεξαν να κλείσουν το άλμπουμ με την φοβερή εκτέλεση του “Sand & gravel”.
Μια τέτοιου είδους συνεργασία δεν ήταν κάτι σύνηθες για την Ελλάδα των 90’s. Οι εννιά συνολικά μουσικοί –που με το ζόρι χωρούσαν στην μικρή σκηνή του κλαμπ– έγραψαν ιστορία στα συναυλιακά δρώμενα όχι μόνο της πόλης, αλλά και της χώρας. Ο Μπαντούκ υπογραμμίζει: «Δε θα μπορούσα να σκεφτώ ποτέ ότι κάναμε κάτι πρωτοποριακό, απλά όπως το βλέπω μετά από τόσα χρόνια ήταν ακόμα ένα σημάδι ότι η χώρα στην οποία είχαμε μεγαλώσει σε μια περίεργη κατάσταση ημιαπομόνωσης, είχε αρχίσει να ανοίγει και να μπαίνει στο διεθνή μουσικό χάρτη».
Η ιστορία όμως είχε και ευτράπελα. Λόγω τυπογραφικού λάθους στο CD, το επίθετο του βιολιστή έγινε από Σιώτας, Φάμελλος, με αποτέλεσμα πολλοί να πιστεύουν (μέχρι και σήμερα) ότι ο βιολιστής της βραδιάς είναι ο αδελφός του Μανώλη Φάμελλου. Ακόμα και η έγκυρη σελίδα allmusic, γράφει ως μουσικό τον Φώτη Φάμελλο. Ευτυχώς, όπως μας αναφέρει ο Σιώτας, ο Μπαντούκ πρόλαβε τις κόπιες βινυλίου, που αργούσαν περισσότερο να κοπούν, και στην έκδοση του δίσκου αναφέρεται σωστά το επίθετό του. «Το τι τρολάρισμα έχω φάει γι’ αυτό το πράγμα, ειδικά από τον Μπαντούκ, δεν λέγεται», θυμάται χαρακτηριστικά.
Η βραδιά ήταν ιδιαίτερα σημαδιακή για τον βιολιστή, όχι βέβαια γι’ αυτό το τυπογραφικό λάθος. Όπως θυμάται ο ίδιος, «Εγώ τότε ακόμα έπαιζα λίγο άξεστα, με το ένστικτό μου, αλλά αυτό άρεσε τόσο πολύ στην Carla και τον Chris που μου είπαν “παίξε ό,τι θέλεις”! Μου έδωσαν φοβερή ελευθερία και άρχισα και εγώ να φανερώνομαι ως μουσικός. Για μένα ήταν κομβικό σημείο της ζωής μου εκείνη η συναυλία. Ήταν τόσο ωραία εμπειρία που μπορώ να πω ότι μετά από τότε, αποφάσισα πως αυτό θα κάνω στη ζωή μου».
Τα λόγια θαυμασμού του Chris δεν ήταν όμως ανούσιες κουβέντες εφήμερου ενθουσιασμού. Πρότεινε στον Σιώτα κάτι απίστευτο. Όπως ανακαλεί ο ίδιος: «Μετά την συναυλία, μου είπε ο Chris να πάω στο Σιάτλ για ένα μήνα, μ’ ένα φοβερό μπάτζετ, για πρόβες (σημ. στα μέσα της δεκαετίας του ’90 με την άνοδο της grunge σκηνής, ούτε στα πιο τρελά του όνειρα ένας μουσικός δεν θα μπορούσε να φανταστεί ότι θα πήγαινε να εργαστεί εκεί) και μετά να ακολουθήσω τους Walkabouts στην Ευρωπαϊκή τους περιοδεία για 40 συναυλίες! Όμως, ένα χρόνο νωρίτερα, το 1994, είχα πάει για 45 μέρες στην Αμερική με τον Μίκη Θεοδωράκη με αφορμή την συμμετοχή της Εθνικής Ελλάδος στο Μουντιάλ. Όταν επέστρεψα, είχε λήξει η βίζα μου. Ταυτόχρονα, μου έχει έρθει και το χαρτί στράτευσης και τότε τα πράγματα ήταν πολύ δύσκολα να βγάλεις βίζα. Πήγα βέβαια στην Πρεσβεία, τους είπα ότι πρόκειται για πολιτιστική δράση, αλλά τελικά… δεν μου την έδωσαν! Έτσι, μετά από λίγο καιρό έφυγα φαντάρος. Μου έχει μείνει απωθημένο ότι δεν πήγα. Ακόμα έχω το μπλουζάκι από την περιοδεία ως ενθύμιο. Η καλή σχέση διατηρήθηκε βέβαια, μια που, όταν τον επόμενο χρόνο ήρθαν στην Θεσσαλονίκη με τους Walkabouts, ανέβηκα στην σκηνή και έπαιξα μαζί τους».
Με το πέρασμα των ετών, οι μουσικοί της παρέας διασκορπισμένοι σε διάφορα μήκη και πλάτη της γης, συνέχισαν να φτιάχνουν όμορφα και ενδιαφέροντα πράγματα. Για παράδειγμα, ο Chris μένει εδώ και χρόνια στην Σλοβενία, συμμετέχει σε τρία συγκροτήματα (Dirtmusic, Strange, Distance, Light & Sky) και κάνει παραγωγές σε δίσκους. Η Carla είναι στις ΗΠΑ και αυτήν την εποχή ηχογραφεί τον δεύτερο προσωπικό της δίσκο, στον οποίο μάλιστα θα συμμετάσχει και ο Άκης Μπογιατζής. Ο Γούσιος έμεινε στην Θεσσαλονίκη, διδάσκει «Ήχο – Μουσική» στο Τμήμα Κινηματογράφου του ΑΠΘ, συνθέτει μουσική για ταινίες και παίζει κιθάρα στους Prefabricated Quartet. O Κονκουρής δίδαξε Εθνομουσικολογία στο Queen’s University του Μπέλφαστ και τώρα μένει στο Λονδίνο όπου ολοκληρώνει δυο εθνογραφίες για τη γαλλόφωνη Δυτική Αφρική. Ο Μπαντούκ μετακόμισε στην Ανατολική Λαπωνία, είναι δάσκαλος, παίζει με το συγκρότημα Cryophonics, συνθέτει μουσική για θεατρικές και χορευτικές παραστάσεις όπως και για ταινίες. Ο Σιώτας ζει στην Αθήνα, συμμετέχει σε διάφορα μουσικά σχήματα (ΓΙΑΝ ΒΑΝ, Sancho 003, Σωτήρες) και γράφει μουσική για το θέατρο. Ο Φάμελλος βρίσκεται επίσης στην Αθήνα και κυκλοφόρησε πέρσι τον δωδέκατο δίσκο του. Ο Χριστιανάκης περνάει τον καιρό του μεταξύ Θεσσαλονίκης και Κρήτης και εκτός από τις συμμετοχές του σε διάφορα άλμπουμ, γράφει συστηματικά μουσική για θεατρικές παραστάσεις (έχει ξεπεράσει τις εκατό).
Για το πως, μ’ έναν περίεργο τρόπο, επανεμφανίζονται τα πρόσωπα εκείνης της συνεργασίας στο παρόν, ενώ πλέον ζουν σε διαφορετικές χώρες, ο Μπαντούκ μας είπε, «Παίζοντας κάπου στον 69ο παράλληλο, γνώρισα τον Gary Heffern, ιδρυτή και ψυχή των Penetrators και αδελφικό φίλο του Chris. Μπορείτε να φανταστείτε πως αισθανθήκαμε όταν ανακαλύψαμε τους κοινούς μας φίλους. Άλλοι φίλοι που γνώρισαν τον Chris, μου είπαν πως είχαν βρεθεί σε μια καλύβα στις Σλοβενικές Αλπεις ένα βράδυ, και, κατά ένα μυστηριώδη τρόπο, η κουβέντα έφτασε σε εμένα. Η Carla δούλεψε μαζί με άλλους φίλους μου στην Αθήνα, βλέπε “Sixteen Haiku and other stories”. “Το φαινόμενο της πεταλούδας”, όπου, σύμφωνα με τη θεωρία του χάους, το φτερούγισμα μιας πεταλούδας καταλήγει σε μια ανεμοθύελλα χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά, μετά από κάποιο χρονικό διάστημα. Αυτό έρχεται στο μυαλό μου τώρα που σκέφτομαι τι μπορεί να δημιουργηθεί από κάποια χαλασμένα καλώδια και μικρόφωνα».
Κάποια χαλασμένα καλώδια, μια βραδινή έξοδος, μια παρέα που έδεσε, έγιναν τελικά η αιτία 400 περίπου θεατές να ζήσουμε μια μοναδική, μαγική βραδιά. Υπάρχουν συναυλίες που είδαμε και τις θυμόμαστε μόνο από τα αποκόμματα των εισιτηρίων. Υπάρχουν όμως και αυτές που θα τις μνημονεύουμε για πάντα, ακόμα και να μην είχαμε κρατήσει τίποτα. Ευτυχώς όμως κρατήσαμε και εμείς και –κυρίως– οι (επαγγελματίες) ηχολήπτες…
Ευχαριστώ την Carla Torgerson, τον Γιώργο Μπαντούκ Αποστολάκη, τον Φώτη Σιώτα και τον Γιώργο Χριστιανάκη που, μετά από τόσα χρόνια, μοιράστηκαν τις αναμνήσεις τους.
ΠΗΓΗ: http://www.mic.gr