Η Οργισμένη Πολιτική του Joe Strummer: “Θα συνεχίσω να αγωνίζομαι για αυτό που πιστεύω ότι είναι σωστό”…
Από Εύη Αλεξίου Στις 23 Δεκεμβρίου, 2019
Ο Joe Strummer, πρωτοπόρος μουσικός του Punk Rock, πρώην μέλος των Clash και πολιτικός ακτιβιστής, πέθανε προδομένος από την καρδιά του στο σπίτι του στο Σόμερσετ σε ηλικία πενήντα χρονών στις 22 Δεκεμβρίου 2002.
Σχεδόν είκοσι πέντε χρόνια νωρίτερα, οι Clash είχαν εκτοξευτεί στη λονδρέζικη μουσική σκηνή για να γίνουν μια από τις πιο επαναστατικές μπάντες όλων των εποχών – συνθέτοντας ένα ετερογενές μείγμα από διάφορα μουσικά στυλ και δίνοντας εκρηκτικές συναυλίες με έναν αριστερό πολιτικό ακτιβισμό που εμπνέει πολλούς μέχρι σήμερα.
Tου Antonino D’ Ambrosios:
Στα μέσα της δεκαετίας του ’70, η αγγλική μεταπολεμική ευμάρεια εκμηδενιζόταν κάτω από το φάσμα της εντεινόμενης ανεργίας, των συρρικνωμένων προγραμμάτων κοινωνικής ωφέλειας και της αυξανόμενης φτώχειας.
Η κατεστραμμένη οικονομία τροφοδότησε μια εμπρηστική κοινωνική κατάσταση, όπου ο ρατσισμός, η ξενοφοβία και η αστυνομική βία αποτελούσαν καθημερινά φαινόμενα.
Συσσωρευμένα συναισθήματα οργής και απογοήτευσης και μια ολοένα και βαθύτερη αίσθηση απομόνωσης αφαιρούσαν κάθε ελπίδα από ένα μεγάλο κομμάτι της αγγλικής νεολαίας.
Στην προσπάθειά τους να βγάλουν άκρη μέσα από όλο αυτό το χάλι, πολλοί βρήκαν έκφραση στο Punk Rock.
Μια μερίδα της νεολαίας υποδέχτηκε το Punk με ενθουσιασμό ως ένα κίνημα της αντικουλτούρας, ως μια φιλοσοφία, και ως ένα τρόπο ζωής. Από αισθητική και πολιτική άποψη, το Punk ακολουθούσε εντελώς αντίθετη κατεύθυνση από το κυρίαρχο ρεύμα του Rock κατεστημένου και εξαπέλυε μια ολομέτωπη επίθεση εναντίον της συμβατικής κοινωνίας. Το Glam Rock που κυριαρχούσε εκείνη την εποχή ήταν εξεζητημένο, λουστραρισμένο και κατά βάση αστικό.
Σε πλήρη αντίθεση, το Punk ήταν οργισμένο, θορυβώδες, επιθετικό, και είχε τις ρίζες του στην αποξενωμένη εργατική/κατώτερη τάξη. Με τέσσερα ακόρντα, με απλές μελωδικές γραμμές, με γρήγορο τέμπο και με καυστικούς, πνευματώδεις στίχους, αποδείχτηκε ακαταμάχητο.
Ο Strummer μου είχε πει ότι οι Clash είχαν αντλήσει έμπνευση από συγκροτήματα όπως οι MC5, ένα πολιτιστικό όχημα του Κόμματος των Λευκών Πανθήρων από το Ντιτρόιτ.
«Θέλαμε να μοιάσουμε περισσότερο σε αυτούς χρησιμοποιώντας τη μουσική μας ως μια δυνατή φωνή διαμαρτυρίας – εξάλλου, στον πυρήνα του το Punk Rock έπρεπε να είναι μια μουσική διαμαρτυρίας».
Κι ενώ οι περισσότερες Punk μπάντες κατάντησαν εξωφρενικές καρικατούρες του εαυτού τους, οι Clash, κάτω από την καθοδήγηση του Strummer, εξελίχτηκαν γρήγορα στο απόλυτο Punk συγκρότημα. Τράβηξαν μια διαχωριστική γραμμή και προκάλεσαν όλους να τη διασχίσουν και να ενωθούν μαζί τους. Κι ενώ οι Sex Pistols σπαταλούσαν το χρόνο τους ως ένα αντιδραστικό, επιδεικτικό και παραπειστικό σύνολο, οι Clash ήταν ενεργοί, στοχαστικοί και σοβαροί.
Στα είκοσι πέντε χρόνια της καριέρας του στο χώρο της μουσικής, ο Strummer άγγιξε εκατομμύρια ανθρώπους. Ο Billy Bragg, ο Άγγλος μουσικός και ακτιβιστής, που εμπνεύστηκε από την κοινωνικά ευαίσθητη μουσική του Strummer, υπήρξε πολύ εύστοχος όταν περιέγραψε τον Strummer ως έναν άνθρωπο, ο οποίος διατήρησε ακλόνητη τη δέσμευσή του για τη συγκρότηση μιας πολιτικής κουλτούρας στην POP.
Πάντα αληθινός ως προς τα πιστεύω του, ο Strummer επέμεινε στα πολιτικά ιδεώδη του σε όλη τη διάρκεια της ζωής του, παρ’ όλη την έχθρα του Τύπου και τις πολύ μεγάλες απαιτήσεις των φαν που κρέμονταν από κάθε του λέξη σαν να ήταν Ευαγγέλιο.
Οι πιέσεις σίγουρα θα είχαν γονατίσει κάποιον με λιγότερες αντοχές. Όπως πολλοί που μεγάλωσαν στην εποχή του Ρέιγκαν, η ανακάλυψη των Clash μεταμόρφωσε την άποψή μου για τον κόσμο. Δεν είχα ξανακούσει κάτι τέτοιο.
Η ενέργεια της μουσικής, το πνεύμα και οι εμπρηστικοί στίχοι έδιναν φωνή στα συναισθήματα της αποξένωσης και της απογοήτευσης, της οργής και της απείθειας, τα οποία δεν είχα ακόμα καταφέρει να αρθρώσω. Μέσα από τις συνθέσεις του ο Strummer κατέκρινε διαρκώς τον καπιταλισμό, συνηγορούσε υπέρ της φυλετικής δικαιοσύνης και αντιμαχόταν τον ιμπεριαλισμό.
Έδειχνε στους νέους ότι υπήρχαν εναλλακτικές λύσεις απέναντι στον εφησυχασμό, τον οπορτουνισμό και την πολιτική αμφιταλάντευση που κυριαρχούσαν στη λαϊκή κουλτούρα. Η μουσική του παραμένει μια διαρκής κληρονομιά ριζοσπαστικής έκφρασης, απείθειας και αντίστασης.
Δημιουργική Αντίσταση
Τον Απρίλιο του 2002 είχα την τύχη να συναντηθώ με τον Strummer σε αρκετές περιπτώσεις και να κουβεντιάσω μαζί του γύρω από ένα ευρύ φάσμα θεμάτων. Ένα ζήτημα προέκυπτε επανειλημμένα σε αυτές τις συζητήσεις: η χρήση του παρελθόντος για την καλύτερη κατανόηση του παρόντος και τη διαμόρφωση του μέλλοντος ήταν απολύτως ουσιώδης για τον δημιουργικό ακτιβισμό του Strummer.
Ο Μάης του 1968 στο Παρίσι, τα φοιτητικά και εργατικά κινήματα στη διάρκεια του θερμού ιταλικού φθινοπώρου, η εκλογή και η ανατροπή του Σαλβαδόρ Αλιέντε στη Χιλή, ήταν μόνο μερικά από τα σημαντικά γεγονότα που παρέθετε ο Strummer προκειμένου να εξηγήσει την πολιτικοποίησή του. Το Punk, και ιδιαίτερα ο Strummer, θα δανείζονταν πολλά από αυτά τα κινήματα – όχι μόνο σε ιδεολογικό αλλά και σε αισθητικό επίπεδο.
«Το Punk Rock για μένα ήταν ένα κοινωνικό κίνημα», έλεγε. «Προσπαθήσαμε να προσδώσουμε πολιτικό χαρακτήρα στα πράγματα, πιστεύαμε πως ήταν σημαντικό για τη γενιά μας ελπίζοντας ότι θα εμπνεύσουμε μια άλλη γενιά να προχωρήσει ακόμα παραπέρα».
Ως καλλιτέχνης, ο Strummer επαναπροσδιόρισε τη μουσική και επιβεβαίωσε τις αρχές της δέσμευσης και της ευφυούς αντίδρασης. Έδειχνε να εμπλέκεται σε πάρα πολλά κινήματα και υποστήριζε πολλούς αγώνες προτού αυτοί γίνουν της μόδας. Οι Clash βρέθηκαν στην εμπροσθοφυλακή του κινήματος Rock Ενάντια στο Ρατσισμό που ιδρύθηκε στη δεκαετία του ΄70 για να καταπολεμήσει την άνοδο του ακροδεξιού Εθνικού Μετώπου.
Ο Strummer δεν φοβήθηκε ποτέ την αντιπαράθεση και ώθησε τους Clash να υποστηρίξουν δημόσια τις διαμαρτυρίες στα H-Block των φυλακών της Βόρειας Ιρλανδίας, οι οποίες άρχισαν το 1976, όταν οι Βρετανοί αφαίρεσαν από τους «φυλακισμένους» του IRA τα δικαιώματα του πολιτικού κρατούμενου.
Η τελευταία του εμφάνιση πραγματοποιήθηκε στις 15 Νοεμβρίου 2002 σε μια συναυλία συμπαράστασης προς τους απεργούς πυροσβέστες του Λονδίνου. Για κάποιον που χρησιμοποίησε τη μουσική του για να κινητοποιήσει και να προωθήσει τις προοδευτικές δράσεις, αυτή η τελευταία του εμφάνιση ήταν η πλέον αρμόζουσα.
Η μοναδική συνεργασία του με τον Mick Jones, τον βασικό συνεργάτη του και Lead κιθαρίστα των Clash, προκάλεσε μια αίσθηση επαναστατικού ενθουσιασμού στη σύγχρονη μουσική. Ο Strummer και ο Jones αντιλήφθηκαν πολύ γρήγορα τη δύναμη της Rap που μόλις έκανε την εμφάνισή της μέσα από την Underground σκηνή της Νέας Υόρκης στα τέλη της δεκαετίας του ’70. «Όταν φτάσαμε στις Ηνωμένες Πολιτείες, ο Mick βρήκε τυχαία ένα κατάστημα ειδών μουσικής στο Μπρούκλιν με δίσκους των Grand Master Flash and the Furious Five, των Sugar Hill Gang… Αυτά τα συγκροτήματα άλλαζαν ριζικά τη μουσική και άλλαξαν τα πάντα για μας».
Χάρη στη χαρακτηριστική επινοητικότητά τους, οι Clash έγιναν ένα από τα πρώτα συγκροτήματα λευκών που ενσωμάτωσαν τη Rap στη μουσική τους. Σαν φόρο τιμής στους πρωτοπόρους Sugar Hill Gang, ηχογράφησαν το “The Magnificent Seven”, ένα από τα πιο γνωστά και πιο σημαντικά σινγκλ τους. Σε ένα άλλο παράδειγμα όπου καταγράφηκε η δέσμευσή τους να προκαλούν τις κοινωνικές συμβάσεις, οι Clash επιστράτευσαν αρκετά νεοϋορκέζικα Rap συγκροτήματα για να τους συνοδεύσουν στην τεράστια περιοδεία τους με τίτλο Clash On Broadway. Την εποχή εκείνη κάτι τέτοιο θεωρήθηκε άκρως αντιφατικό εξαιτίας της επικρατούσας αντίληψης ότι ο συνδυασμός των δυο ετερόκλητων ακροατηρίων και μουσικών ειδών θα κατέληγε σε φυλετικό χάος.
Επισημαίνοντας την επιρροή της μπάντας, είχα πει στον Strummer ότι το Hip-Hop είχε αντικαταστήσει το Punk σαν η κυρίαρχη πολιτική POP πολιτιστική δύναμη ως προς το πνεύμα, τη ζωτικότητα και τη δημιουργικότητα.
«Δεν χωρά αμφιβολία για αυτό», μου απάντησε, «ιδίως ως προς την καταγγελία των δεινών που προκαλεί ο καπιταλισμός. Το Underground Hip-Hop συμπεριέλαβε μια έξυπνη ταξική ανάλυση, συνέχισε από εκεί που σταμάτησε το Punk και τα πήρε όλα σβάρνα».
Η Σημαντικότερη Επαναστατική Μπάντα Όλων των Εποχών
Την Παραμονή της Πρωτοχρονιάς του 1976, οι Clash έπαιξαν ανοίγοντας μια συναυλία των Sex Pistols. Οι Pistols εντυπωσιάστηκαν και τους ζήτησαν να τους ακολουθήσουν στη διαβόητη περιοδεία Anarchy in the UK του 1977, η οποία εξαιτίας της ατίθασης και ανόητης συμπεριφοράς μερικών συγκροτημάτων, της επισταμένης κάλυψης από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, και της διαρκούς παρενόχλησης από την πλευρά της αστυνομίας, υπήρξε αφορμή ώστε το Punk Rock να χαρακτηριστεί υπ’ αριθμόν ένα δημόσιος κίνδυνος. Ενώ γονείς, αστυνομία και πολιτικοί έκρουαν τον κώδωνα του κινδύνου, οι νέοι τσίμπησαν με την ιδέα.
Ο Strummer, ένας πρώην πλανόδιος τραγουδιστής και καταληψίας, είχε χαρακτηρίσει τις πρώτες μέρες γεμάτες ελπίδα αλλά και απογοήτευση. «Πολλοί στη σκηνή του Punk ήταν μπερδεμένοι αναμιγνύοντας διάφορες πολιτικές ιδεολογίες».
Ως αποτέλεσμα, οι Punk μουσικοί αποτελούσαν εύκολους στόχους επειδή χλεύαζαν και επιτίθονταν εναντίον της μοναρχίας, της αστυνομίας, του κοινοβούλιου και των μέσων ενημέρωσης.
Σύμφωνα με τον Strummer, ο αντικειμενικός σκοπός ήταν να εμφανιστεί μια πιο συγκεκριμένη, πιο ενιαία στάση με πιο οργανωμένο και συγκεκριμένο πολιτικό μήνυμα. Για τον Strummer ήταν επίσης προφανές από νωρίς ότι η μουσική βιομηχανία μπορούσε πολύ εύκολα να απορροφήσει το Punk Rock με την πρόθυμη βοήθεια οπορτουνιστών μουσικών. Τους κατήγγειλε γι’ αυτό με το κομμάτι “White Man in Hammersmith Palais”:
Punk rockers in the UK
They won’t notice anyway
They’re all too busy fighting
For a good place under the lighting
The new groups are not concerned
With what there is to be learned
They got Burton suits, ha, you think it’s funny
Turning rebellion into money
All over people changing their votes
Along with their overcoats
If Adolf Hitler flew in today
They’d send a limousine anyway
All over people changing their votes
Along with their overcoats
If Adolf Hitler flew in today
They’d send a limousine anyway…
Ο Strummer κατηγορούσε πολλά συγκροτήματα της εποχής επειδή επέτρεπαν στο Punk να εκφυλιστεί σε ένα «εξευτελιστικό προϊόν, βορά των δισκογραφικών εταιρειών» και ότι «το χρησιμοποιούσαν για την προώθηση ακροδεξιών ιδεών».
Δεν ήθελε με κανένα τρόπο να είναι κομμάτι της δημιουργικής και κοινωνικής εξασθένησης της φιλοσοφίας του Punk Rock. Το πρώτο, ομώνυμο άλμπουμ των Clash δήλωνε ξεκάθαρα σε ποια πλευρά του οδοφράγματος ήταν ταγμένοι.
Το άλμπουμ ασχολιόταν με κοινωνικά ζητήματα όπως ο ταξικός διαχωρισμός, ο ρατσισμός, η αστυνομική και κρατική βαρβαρότητα.
Συνδυάζοντας ένα ευρύ φάσμα μουσικών επιρροών, τις οποίες οι στρατηγικές του μάρκετινγκ της μουσικής βιομηχανίας μέχρι τότε κρατούσαν διαχωρισμένες, άλλαξε σε σημαντικό βαθμό τη σύγχρονη μουσική. Υπήρχαν έξοχες διασκευές παλιών Rock κλασικών κομματιών, R&B, τεμαχισμένης POP, καλά ισορροπημένης μίξης από Ska, Dub και Reggae και, φυσικά, υπήρχε αυτό που έγινε ο ήχος-σήμα κατατεθέν των Clash: στίχοι που έδιναν τροφή στη σκέψη και ήταν τραγουδημένοι με τη μοναδική κόκνι προφορά του Strummer: ένα δηκτικό και οργισμένο ύφος στρωμένο πάνω από επιθετικές μουσικές συνθέσεις.
Η μουσική των Clash, σε συνδυασμό με τις εκρηκτικές εμφανίσεις τους, έδειχνε στον κόσμο ότι δεν επρόκειτο απλώς για μια δημιουργική παρέα αλλά ότι είχαν να πουν κάτι σημαντικό για την όλη κατάσταση.
Παρά τη φθηνή παραγωγή του, το ντεμπούτο των Clash έγινε ο δίσκος εισαγωγής με τις μεγαλύτερες πωλήσεις στην αμερικανική αγορά. Η Αμερική αγάπησε τη μουσική και το μήνυμα των Clash και οι δισκογραφικές εταιρείες το πρόσεξαν.
«Τα ίδια ζητήματα εναντίον των οποίων παλεύαμε τότε, σήμερα είναι ακόμα πιο σημαντικά, όπως ο βρετανικός και αμερικάνικος ιμπεριαλισμός. Όταν γράψαμε το “I’m So Bored with the USA”, το τραγούδι άγγιξε πολλούς νέους και στις δυο πλευρές του Ατλαντικού». Οι στίχοι ήταν οξείς και επιβλητικοί:
Yankee dollar talk
To the dictators of the world
In fact it’s giving orders
An’ they can’t afford to miss a word
Άλλα κομμάτια παρέπεμπαν στη δυσαρέσκεια που αισθάνονταν οι νέοι απέναντι στη σκληρή πραγματικότητα της αγοράς εργασίας το 1976. Για πολλούς, το “Career Opportunities” έγινε ένα κλασικό τραγούδι διαμαρτυρίας:
The offered me the office, offered me the shop
They said I’d better take anything they’d got
Do you wanna make tea at the BBC?
Do you wanna be, do you really wanna be a cop?
Career opportunities are the ones that never knocked
Σε σύγκρουση με την Αμερική
Το 1979 οι Clash επισκέφτηκαν την Αμερική. Πριν από αυτή την περιοδεία και μετά το πρώτο τους άλμπουμ είχαν κατακτήσει τη Μεγάλη Βρετανία και την Ευρώπη. Κυκλοφόρησαν άλλο ένα δίσκο με τίτλο Give ‘Εm Enough Rope (1978) και βρίσκονταν στη διαδικασία να γράψουν το αριστούργημά τους London Calling. «Την εποχή εκείνη συνέβησαν δυο καταστροφικά πράγματα», θυμόταν ο Strummer.
«Η Μάργκαρετ Θάτσερ έγινε πρωθυπουργός της Αγγλίας και ο Ρόναλντ Ρέιγκαν πρόεδρος των ΗΠΑ… Δύσκολα μπορούσε να πει κανείς ποιος από τους δυο θα ήταν χειρότερος, αλλά ξέραμε ότι μας περίμενε ένας φοβερός αγώνας καθώς αμφότεροι… Και οι δυο είχαν ακροδεξιές αν όχι φασιστικές τάσεις».
Οι Clash ανέκαθεν εμπνέονταν και τιμούσαν άλλους επαναστάτες μουσικούς, ιδίως μαύρους από τις Ηνωμένες Πολιτείες και την Καραϊβική. Ωστόσο, μόνο όταν συνεργάστηκαν με αυτούς τους μουσικούς αντιμετώπισαν το ρατσισμό της μουσικής βιομηχανίας και μερικών οπαδών τους. Ενώ περιόδευαν στις ΗΠΑ, είχαν επιλέξει τον πρωτοπόρο Αμερικανό καλλιτέχνη του Rock And Roll Bo Diddley για να ανοίγει τις συναυλίες τους. Για τον Strummer ο Diddley ήταν ήρωας και οι Clash ήταν ενθουσιασμένοι που η περιοδεία θα τους βοηθούσε να αποκτήσουν σύνδεση με το αμερικανικό ακροατήριό τους.
Εντούτοις, έπαθαν σοκ με τον έντονο ρατσισμό που αντιμετώπισαν στο Νότο λόγω της παρουσίας του Diddley. «Η εταιρεία αδιαφόρησε εξαρχής επειδή το Give ‘Em Enough Rope δεν πουλούσε όσο το πρώτο άλμπουμ. Δεν τους άρεσε καθόλου η επιλογή του Bo Diddley αλλά εμείς αρνηθήκαμε να επιλέξουμε άλλους καλλιτέχνες και διαφωνήσαμε κάθετα με την προσπάθεια να μας διαφημίσουν ως New Wave».
Ο Strummer και οι σύντροφοί του ήταν αποφασισμένοι να αντισταθούν στις πιέσεις των αφεντικών της βιομηχανίας στον επαναπροσδιορισμό του Punk Rock με τον εμπορικότερο, λιγότερο πολιτικό και περισσότερο ακίνδυνο όρο «New Wave».
Η απουσία δισκογραφικής στήριξης ήταν μόνο η αρχή. Ο Strummer θυμόταν την απογοήτευσή του με το απαράδεκτο δελτίο τύπου για την υποδοχή των Clash στις Ηνωμένες Πολιτείες και ιδίως με το χαρακτηρισμό «σατανικοί Punk Rockers» που επεδίωκαν να «διαδώσουν τον κομμουνισμό στην αμερικανική νεολαία». Η σύντομη περιοδεία των οκτώ ημερομηνιών πόλωσε τον Strummer. Ένιωθε ότι άνοιγε τα μάτια του στην «εμπορευματοποίηση της μουσικής» και «εξέθετε τη φοβερή αντίδραση και το μίσος για οτιδήποτε προσπαθεί να αναπτυχθεί έξω από τις κυρίαρχες οικονομικές και κοινωνικές δομές».
Από την άλλη πλευρά, υπήρξαν μερικές συναυλίες όπως η θρυλική εμφάνισή τους στο Palladium της Νέας Υόρκης που δίδαξαν στον Strummer ένα σημαντικό μάθημα.
«Πρέπει να εκμεταλλευόμαστε τις αρνητικές καταστάσεις για να εστιάζουμε εκ νέου και να ανακατευθύνουμε την οργή και την απογοήτευσή μας και να φτιάχνουμε μουσική που να προκαλεί ένταση στους ακροατές, ταράζοντας πάντα το κατεστημένο».
Το Λονδίνο καλεί, το ίδιο και οι Σαντινίστας
Με την ολοκλήρωση της αμερικανικής περιοδείας, οι Clash άρχισαν να εργάζονται πάνω στο επόμενο άλμπουμ τους. Το London Calling φανέρωσε ωριμότητα και εξέλιξη σε πολλούς τομείς. Ως προς τη μουσική, ενσωμάτωνε παραδοσιακή, Folk, R&B της Νέας Ορλεάνης, Reggae, Pop, Lounge Jazz, Ska, Hard Rock, Rockabilly και Punk. Το άλμπουμ ηχογραφήθηκε στη Νέα Υόρκη και η επιρροή του διαρκεί μέχρι σήμερα. Ανέφερα στον Strummer την εμπειρία μου όταν άκουσα το άλμπουμ για πρώτη φορά. Τα θέματα, η μουσική και η όλη νοοτροπία αντανακλούσαν τη δική μου πραγματικότητα σαν παιδί μιας οικογένειας μεταναστών που μεγάλωνε σε ένα βιομηχανικό πάρκο στα μέσα της δεκαετίας του ’80.
Ένα κομμάτι ιδιαίτερα, το “Clampdown”, με επηρέασε βαθιά. Το τραγούδι είναι μια δηκτική και ωμή εξιστόρηση της εργασίας σε μια δαρβινική καπιταλιστική κοινωνία. Στον πυρήνα του παρουσιάζει τις αντιθέσεις που μας υποχρεώνουν να πιστεύουμε ότι μόνο αν εργαζόμαστε σκληρά χωρίς να γκρινιάζουμε και χωρίς να αντιδρούμε, μπορούμε να πάμε μπροστά. Μπορείς να πατήσεις επί πτωμάτων, δεν έχει σημασία, αρκεί να είσαι ο πρώτος.
Το τραγούδι εξέφραζε τις ανησυχίες των νέων της εργατικής τάξης που ήταν σε ζήτηση μόνο για χαμαλοδουλειές, για να γίνουν κομμάτι του κρατικού κατασταλτικού μηχανισμού ή για να ενταχθούν σε ρατσιστικά ακροδεξιά κινήματα.
You grow up and you calm down
You’re working for the clampdown
You start wearing the blue and brown
You’re working for the clampdown
So you got someone to boss around
It makes you feel big now
You drift until you brutalize
You made your first kill now.
Το ίδιο τραγούδι προτείνει επίσης μια εναλλακτική λύση, ένα κοινό επαναλαμβανόμενο θέμα του Strummer: την ανάγκη για εξέγερση της εργατικής τάξης:
The judge said five to ten—but I say double that again
I’m not working for the clampdown
No man born with a living soul
Can be working for the clampdown
Kick over the wall, cause government’s to fall
How can you refuse it?
Let fury have the hour, anger can be power
D’you know that you can use it?
«Ναι», λέει ο Strummer, «αυτό το τραγούδι και το συνολικό μας μήνυμα είναι η αφύπνιση, να δίνεις σημασία σε αυτά που πραγματικά συμβαίνουν γύρω σου σε πολιτικό και σε κοινωνικό επίπεδο, στα πάντα…»
Το άλμπουμ εκτόξευσε τους Clash στο διεθνές στερέωμα. Έπαιζαν και ο κόσμος τους άκουγε. Όντας η μεγαλύτερη Rock μπάντα στον πλανήτη εκείνη την εποχή, τράβηξαν την προσοχή και τις αναπόφευκτες σκληρές επικρίσεις, ιδίως σε σχέση με τις πολιτικές θέσεις του Strummer και της μπάντας.
Οι κομμουνιστοφοβικές επιθέσεις εκ μέρους της δεξιάς αυξήθηκαν στο δεκαπλάσιο όταν οι Clash υποστήριξαν δημοσίως την Επανάσταση των Σαντινίστας στη Νικαράγουα.
«Σύμφωνα με την εταιρεία μας, το ότι υποστηρίξαμε τους Σαντινίστας ήταν το χειρότερο πράγμα που θα μπορούσαμε να κάνουμε», θυμόταν ο Strummer. «Οι κεφαλές της εταιρείας είπαν ότι η μουσική μας δεν θα πουλούσε – παραήταν πολιτική – ιδίως στην Αμερική όπου η κυβέρνηση Ρέιγκαν συνωμοτούσε για να καταστρέψει τους Σαντινίστας». Ο Strummer έγραψε το “Washington Bullets” επισημαίνοντας την απόσυρση της βοήθειας προς το φασιστικό καθεστώς του Σομόζα από τον προηγούμενο Αμερικανό πρόεδρο Τζίμι Κάρτερ:
As every cell in chile will tell
The cries of the tortured men
Remember allende, and the days before,
Before the army came
Please remember victor jara,
In the santiago stadium,
Es verdad – those washington bullets again
And in the bay of pigs in 1961,
Havana fought the playboy in the cuban sun,
For castro is a colour,
Is a redder than red,
Those washington bullets want castro dead
For castro is the colour…
…that will earn you a spray of lead
For the very first time ever,
When they had a revolution in nicaragua,
There was no interference from america
Human rights in america
Well the people fought the leader,
And up he flew…
With no washington bullets what else could he do?
Το 1980, οι Clash κυκλοφόρησαν το τριπλό άλμπουμ Sandinista! Οι υποβόσκουσες διαφωνίες με την εταιρεία Epic κορυφώθηκαν σε πραγματική μάχη όταν το συγκρότημα απαίτησε μια λογική τιμή πώλησης για το άλμπουμ, δηλαδή τη συνηθισμένη τιμή για ένα μονό άλμπουμ. Η Epic τελικά ενέδωσε αλλά μόνο όταν οι Clash συμφώνησαν να καλύψουν τη διαφορά από την τσέπη τους.
«Οι πολιτικές αποφάσεις βρίσκονται πάντα σε ανισορροπία με τις επιχειρήσεις, εκτός φυσικά κι αν πρόκειται για πολιτικές αποφάσεις που βασίζονται στον καπιταλισμό… αν είχαμε κάνει ένα άλμπουμ και υποστηρίζαμε τους Κόντρας [την ακροδεξιά παραστρατιωτική οργάνωση της Νικαράγουας που με χρηματοδότηση και όπλα από τις ΗΠΑ διεξήγαγε πόλεμο εναντίον των Σαντινίστας] θα ήταν διαφορετικά», έλεγε αστειευόμενος ο Strummer.
Είτε λόγω της αντίδρασης της Epic, είτε λόγω της πολιτικής αντιπαράθεσης, είτε επειδή οι φαν είχαν μπερδευτεί από τους συνεχείς μουσικούς πειραματισμούς της μπάντας, οι πωλήσεις του Sandinista! ήταν απογοητευτικές σε σύγκριση με το London Calling. Παρόλα αυτά, το κοινό των Clash αυξανόταν.
Μια μεγάλη επιτυχία κι κατόπιν μια συντριβή
Το Combat Rock κυκλοφόρησε το 1982 υπογραμμίζοντας για άλλη μια φορά την κοινωνική συνείδηση και την αριστερή τοποθέτηση που διέκρινε πάντα το συγκρότημα και τον Strummer. Με την κυκλοφορία του σινγκλ “Rock The Casbah”, οι Clash είχαν στα χέρια τους μια τεράστια επιτυχία. Το τραγούδι ήταν γραμμένο σαν μια γενναία απάντηση στην απαγόρευση της Rock μουσικής από κάποιον ισλαμιστή κληρικό.
Σε μια ειρωνική διαστροφή, οι ιμπεριαλιστές οικειοποιήθηκαν το τραγούδι για τους δικούς τους σκοπούς. «Ξέρετε ότι ο αμερικανικός στρατός έπαιζε στους στρατιώτες αυτό το τραγούδι κατά τον πρώτο Πόλεμο του Κόλπου και τώρα το χρησιμοποιεί ξανά καθώς ετοιμάζεται πάλι για πόλεμο», είχε δηλώσει ο Strummer. «Αυτό είναι ενδεικτικό και επαίσχυντο».
Το 1982 οι Clash έδωσαν μια σειρά συναυλιών στο Shea Stadium της Νέας Υόρκης. Τα εισιτήρια είχαν εξαντληθεί εκ των προτέρων θυμίζοντας την εμφάνιση των Beatles στον ίδιο χώρο πριν από πάρα πολλά χρόνια. Ήταν οι τελευταίες εμφανίσεις με τον Mick Jones, ο οποίος αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το συγκρότημα έπειτα από πιέσεις του Strummer και του μάνατζερ της μπάντας. «Διώχνοντας τον Mick έκανα ένα από τα μεγαλύτερα σφάλματα στη ζωή μου», θα ομολογούσε αργότερα ο Strummer. Μετά την κυκλοφορία του φρικαλέου άλμπουμ Cut The Crap το 1985, οι Clash διαλύθηκαν. Δυστυχώς, ο Strummer δεν ξαναβρέθηκε ποτέ στη σκηνή με τον Jones, παρά μόνο στη φιλανθρωπική συναυλία που έμελλε να είναι η τελευταία δημόσια εμφάνισή του.
«Θα συνεχίσω να αγωνίζομαι για αυτό που πιστεύω ότι είναι σωστό»
Η αυθεντικότητα του Strummer είναι χαρακτηριστικό γνώρισμα τόσο του ανθρώπου όσο και του μουσικού. Με τους Μescaleros, το τελευταίο του μουσικό σχήμα, ο Strummer ξαναγεννήθηκε. Αξίζει να σημειωθεί ότι η νέα μουσική του φανέρωσε το ακλόνητο εργασιακό ήθος του σε δημιουργικό όσο και σε πολιτικό επίπεδο. Ασχέτως με ό,τι είχε επιτύχει μέχρι εκείνο το σημείο στην καριέρα του, είχα την αίσθηση ότι ο Strummer ήταν αεικίνητος και ότι το καλύτερο έργο του δεν είχε εμφανιστεί ακόμα.
Με τους Mescaleros ο Strummer ηχογράφησε δυο εξαιρετικά καινοτόμα άλμπουμ, το Rock Art and the X-Ray Style το 1999, και το Global A Go-Go το 2001. Η μουσική που ηχογράφησε με τους Mescaleros είναι ένας πολιτιστικά διαφορετικός ήχος. Υπάρχουν οι γνωστές επιρροές από rockabilly, παραδοσιακό Rock And Roll και R&B, αλλά στο μείγμα προστέθηκαν νέοι ήχοι. Ο Strummer συνδύασε μουσική από την Αφρική, τη Λατινική Αμερική και τις Δυτικές Ινδίες μαζί με δυνατές δόσεις από Hip-Hop Beats.
Τα δυο άλμπουμ αποκάλυψαν έναν ανανεωμένο Joe Strummer, ο οποίος παρήγαγε μουσική πολύ διαφορετική από τις προηγούμενες δουλειές του. Του ανέφερα ότι είχα παρακολουθήσει μια βιντεοσκοπημένη συνέντευξή του όπου εφιστούσε την προσοχή στους νέους να μην αγοράσουν τη νέα του μουσική αν αυτό που ήθελαν ήταν απλώς μια επανάληψη του “Rock The Casbah”. Του ζήτησα να μου το αναλύσει:
«Πολύ απλά», απάντησε, «τα νέα συγκροτήματα λένε εδώ κι εκεί ότι αγαπούν τους Clash, αλλά δεν έχουν καμία αίσθηση ή κατανόηση για την ιστορία» – ούτε πολιτικά ούτε πολιτιστικά.
Πρόσθεσε ότι «παίρνουν το νέο υλικό και περιμένουν ν’ ακούσουν τραγούδια σαν το “Rock The Casbah”, κάτι που εγώ δεν γράφω πλέον, χώρια το γεγονός ότι το “Casbah” είναι εύκολο…» Η λέξη «εύκολο» μου ακούστηκε ιδιαίτερα επικριτική από έναν καλλιτέχνη που ανέκαθεν έτεινε προς την αμφισβήτηση. Δίπλα στη μουσική εξέλιξη υπήρχε μια ολοένα και βαθύτερη πολιτική συνείδηση που απεικονιζόταν σε θαυμάσιες συνθέσεις και ποιητικούς, ελεύθερα συνδεδεμένους στίχους, οι οποίοι αφορούσαν ένα σωρό παγκόσμια θέματα.
Και τα δυο άλμπουμ εστιάζονταν σε πολλά κοινωνικά ζητήματα αλλά, ακόμα πιο έντονα, το Global A Go-Go απαθανάτιζε τις σκέψεις του Strummer για το πώς ο πόλεμος, η φτώχεια και η μισαλλοδοξία διαλύουν τον κόσμο.
Τραγούδια όπως το “Johnny Appleseed” απεικονίζουν τις επιπτώσεις της παγκοσμιοποίησης, ενώ το “Bhindi Bhagee” μιλά για την ανάγκη της ανοχής απέναντι στις μειονότητες. Τα τραγούδια μοιάζουν με ευφυείς διαλογισμούς στο ύφος του Woody Guthrie αλλά με μια πολυπολιτισμική, διεθνιστική συνειδητοποίηση που στέκεται απέναντι στον παγκόσμιο καπιταλισμό. Το “Shaktar Donetsk” θρηνεί για τη μοίρα των προσφύγων που αναζητούν ένα παράνομο καταφύγιο στην Αγγλία, που παθαίνουν ασφυξία μέσα στο φορτηγό του λαθρέμπορου.
Welcome to Britain! In the Third Millennium
This is the diary of a Macedonian
He went to Britain in the back of lorry
Don’t worry, don’t worry, don’t hurry
Said the man with a plan
He said, if you really wanna go
You’ll get there in the end
If you really wanna go
Alive or dead my friend
Well you can levitate you know
Long as the money’s good you’re in…
Ο Strummer άφησε πολλά πράγματα στη μέση. Με τον Bono των U2 και τον Dave Stewart (πρώην Eurythmics) εργαζόταν πάνω σε ένα κομμάτι φόρο τιμής στον Νέλσον Μαντέλα με τίτλο “48864” – ο αριθμός κρατουμένου του Μαντέλα. Επρόκειτο να το παρουσιάσουν μαζί στη φιλανθρωπική συναυλία SOS AIDS for Africa στο Ρόμπεν Άιλαντ, στις 2 Φεβρουαρίου 2003. Οι Clash σχεδίαζαν να επανασυνδεθούν για μια και μόνη φορά κατά την τελευτή για την είσοδό τους στο Rock and Roll Hall of Fame τον Μάρτιο της ίδιας χρονιάς.
Μιλώντας την ημέρα του θανάτου του Strummer, ο Billy Bragg διατύπωσε για άλλη μια φορά τις σωστές λέξεις:
«Ο Joe πάντα είχε κάτι καινούργιο να πει πολιτικά και μουσικά… είναι ένας από τους τελευταίους καλλιτέχνες που δεν φοβόταν να ανήκει στην αριστερά, ένα αγκάθι στο πλευρό του καπιταλισμού».
Ο πρωτοποριακός Rapper Chuck D και ιδρυτικό μέλος των Public Enemy δήλωσε ότι οι Clash και συγκροτήματα όπως αυτοί «μου έδειξαν ότι η μουσική μπορεί να γίνει μια πανίσχυρη κοινωνική δύναμη και πρέπει να χρησιμοποιείται για να αμφισβητεί το σύστημα».
Στο τέλος κάθε συναυλίας ο Strummer και οι Mescaleros παρουσίαζαν μια διασκευή του κλασικού τραγουδιού αντίστασης “The Harder They Come” του σπουδαίου καλλιτέχνη της reggae Jimmy Cliff. Όπως με όλα όσα καταπιανόταν, ο Strummer έβαλε ανεξίτηλα τη σφραγίδα του και τη μοναδική αύρα του στο τραγούδι. Παίζοντας με την ίδια Telecaster που έπαιζε εδώ και περισσότερο από είκοσι πέντε χρόνια και χρησιμοποιώντας την κοφτή, αυθάδικη και ασυμβίβαστα τσαμπουκαλίδικη φωνή του, δήλωνε ότι:
And I keep on fighting for the things I want
Though I know that when you’re dead you can’t
But I’d rather be a free man in my grave
Than living as a puppet or a slave…
Ο Antonino D’Ambrosio είναι ακτιβιστής και συγγραφέας, συνιδρυτής της νεοϋορκέζικης πολιτικής κολεκτίβας La Lutta New Media Collective. Μελετά το Punk σαν κοινωνικό κίνημα και γράφει σε διάφορα εναλλακτικά μέσα. Το παρόν κείμενο δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά τον Ιούνιο του 2003 και μεταφράστηκε από τον Γιάννη Καστανάρα. Ο D’ Ambrosio έχει γυρίσει το ντοκιμαντέρ Let The Fury Have The Hour, κουβεντιάζοντας με πολλούς καλλιτέχνες, διανοούμενους και ακτιβιστές που διοχέτευσαν τη δημιουργικότητά τους σε μια οργανωμένη απάντηση και αντίσταση στις αντιδραστικές πολιτικές που καθόρισαν την αμερικανική κουλτούρα τη δεκαετία του ’80.