Τα 10 γκρουπ που μου άλλαξαν τη ζωή (video)
Από Εύη Αλεξίου Στις 23 Ιουλίου, 2019
Οι Δέκα Των Μεγάλων Αλλαγών Της Ζωής Μου… Και όταν μιλάμε γι’ αυτές αναφερόμαστε στην στιγμή που ο μικρός διακόπτης κάπου βαθιά εντός κάνει ένα κλικ και σε μεταμορφώνει από πολική αρκούδα σε ερωδιό.
Μου συνέβηκε μια τόσο ριζική μεταμόρφωση; Ας υποθέσουμε ότι ναι. Ότι κάποιοι κάποτε με βοήθησαν να οριοθετήσω το πού είναι η γη και πού αρχίζει ο ουρανός. Αν βέβαια όλα αυτά αρκούν για να περιγράψουν την κατάσταση, πράγμα πολύ υποκειμενικό τελικά, αλλά αληθινό.
Πρώτα λοιπόν ήταν ο μύθος – για να κλέψω κάτι από τον Hermann Hesse – των Joy Division. Όσοι με γνωρίζουν θα το πρόβλεψαν σίγουρα. Στον Ian Curtis μια ιδέα αιθέρα από τον κόσμο των αγγέλων απέκτησε σάρκα και οστά και ήρθε να ζήσει ανάμεσά μας. Υμνώντας την απομόνωση στο ανώφελο τίποτα, με λόγια ανθρώπινα. Και όταν τα λιγοστά όνειρα έπαψαν να έχουν φως, χρώμα και νόημα ελπίδας, όταν οι εφιάλτες έρχονταν και ξανάρχονταν σε αναπάντητα γιατί, βρέθηκε η μόνη δυνατή λύση. Το βράδυ τις 18 Μάη 1980. Γυρνώντας τον πίσω από όπου ήρθε για πάντα. Ήμουν αρκετά μικρός για να ξεχνώ που και που και τόσο μεγάλος για να θυμάμαι τα πάντα και για πάντα.
Μετά οι The Sisters Of Mercy. Αυτοί που ευθύνονται που εδώ δεν θα βρείτε (όπως δεν βρήκα και εγώ) τους Bauhaus, The Cure και όλους τους άλλους του σιναφιού. Μετά τις εμπορικές επιτυχίες των ‘This Corrosion’ και ‘More’ ο Andrew Eldritch έφτασε στο παρά πέντε να γίνει μια γραφική καρικατούρα, κάτι σαν τον Gene Simmons των Kiss στο ‘I Was Made For Lovin’ You’. Σήμερα είναι πολλοί που ντρέπονται να τους αναφέρουν ως επιρροή, μήπως και χάσουν σε σοβαρότητα από την καραδοκούσα αστυνομία του kitsch. Στο πρώτο μισό των 80’s όμως και μέχρι το πρώτο album υπήρξα φανατικός του ύφους και της σκέψης που το δημιουργούσε. Ακόμη και όταν όλοι απορούσαν με το πώς δεχόμουν έναν ιδιοφυή αλλά κυκλοθυμικά μουρλό, ακόμη και όταν ένοιωθα την εκμετάλλευση μέσω των αναρίθμητων bootlegs, εγώ εκεί. Ταγμένος στους παραισθησιογόνους ήχους του ‘Alice’, του ‘Floorshow’ και του ‘The Reptile House EP’. Η πίστη λένε, όταν υπάρχει αγάπη, πρέπει να θεωρείται δεδομένη. Και είναι δεσμευτική.
Συνεχίζω με μια μπάντα που πήρε στα χέρια της το punk από τους σπόρους του και το μεγάλωσε σε κάτι τραχύ μεν, αλλά ταυτόχρονα υπερβολικά επιστημονικό για το είδος – τους Wipers. Για μένα οι μόνοι που κατάφεραν κάτι τόσο λιτό, αλλά πραγματικά σπουδαίο. Στον Greg Sage βρήκα την προσωποποίηση της ψυχής που έψαχνα για να εκπληρώσω τα συνθήματα μιας χαμένης γενιάς. Ούτε Jello Biafra, ούτε τίποτα. Για μένα οι Wipers θα είναι για πάντα ψηλότερα. Και ναι, τους ακούω ακόμη και σήμερα με την ίδια απαράμιλλη φροντίδα (το πρόσφατο ‘Wipers Box Set’ 3CD set με τα τρία πρώτα τους albums, συν πολλά bonus tracks παραμένει ακόμη χωρίς παρουσίαση από το Mic κύριε αρχισυντάκτη! Απαράδεκτο!!). Δεν είναι τυχαίο που σε αυτούς ήταν αφιερωμένο και το πρώτο μου δημοσιευμένο άρθρο στο fanzine ‘Στις Σκιές Του Β-23’, κάπου στις αρχές των 90’s. Τι εποχές και κείνες!!
Πάμε τώρα σε μια δική μας μπάντα. Τους Εν Πλω. Μέσα από μόλις ένα album και ένα 7” single – εξαφανισμένα ιστορικά κειμήλια πλέον, αλλά και μια κασέτα με δοκιμαστικές ηχογραφήσεις που κρύβω κάπου στην ακαταστασία του δωματίου μου (και που μέχρι τώρα την κρατούσα εφτασφράγιστο μυστικό και άδραξα την ευκαιρία να αποκαλύψω την ύπαρξή της), άλλαξε μέσα μου κάθε τι που αφορούσε κριτήρια- σταθμά- μέτρα γύρω από την ελληνική μουσική και τον στίχο στην γλώσσα του ‘μαλάκα’. Ακόμη και για την ίδια την αποτελεσματικότητα αυτής της φυλής. Τι και αν το βινύλιο έλιωσε και δεν υπάρχει τρόπος να αντικατασταθεί; Παραμένει η μνήμη!
Θυμάμαι ότι βρήκα μετά πολλών κόπων μια κόπια σε βινύλιο από το ‘Tabula Rasa’ του Arvo Part μερικά χρόνια μετά την κυκλοφορία του. Μεγάλη τύχη αφού λίγο αργότερα η ECM Records άρχισε να το καταργεί. Και έμαθα πως η μέχρι τότε αναρχικότητά μου μπορούσε να εκφραστεί και αλλιώς. Διότι είχα την πρώτη – χειροπιαστή πλέον – απόδειξη πως κάποιος γίνεται να είναι θρησκευόμενος χωρίς αυτό να είναι μομφή – όπως μέχρι τότε εγώ πίστευα. Σήμερα έχω σχεδόν άπασες τις κυκλοφορίες του μεγάλου αυτού σύγχρονου συνθέτη, μαζί με δύσκολες εκδόσεις, σπάνιες ηχογραφήσεις κ.τ.λ., συν ένα ογκώδες άρθρο (μοιρασμένο μεταξύ κάμποσων φύλλων χαρτιού και του μυαλού μου), το οποίο δεν έχει τελειώσει ακόμη. Δεν θα βρω κάποια ασφαλέστερη θάλασσα για να αφήσω κάποτε στα κύματά της την ψυχή μου.
Όπως δεν θα μπορέσει ποτέ μυαλό με σώα τα φρένα και κραταιά λογική να βγάλει κάτι αντίστοιχο με τους Tuxedomoon του ‘No Tears’ (γιατί θα μπορούσε με αυτούς του ‘Dark Companion’ ή του ‘Soma’; Αλλά τέλος πάντων …). Μεγάλο shock!! Σαν να μου βαρούσαν γροθιές στο στομάχι. ‘Μα καλά στέκουν οι τύποι;’, το πρώτο που ρώτησα. Ήταν ένα χειμωνιάτικο βράδυ του 1982/83. Αφοσιώθηκα σε αυτούς παθιασμένα ψάχνοντας ό,τι είχαν βγάλει και πέρασε χωρίς εγώ να το προσέξω. Δεν υπήρξε τίποτα που να μην είχαν κάνει. Και εγώ να μην ονειρεύτηκα μαζί τους. Σήμερα λέω πως έμαθα κλασσική μουσική με εφαλτήριο τους Tuxedomoon, jazz επίσης. Και επιπλέον δεν κρύβω πως οι προτιμήσεις μου συμπεριλαμβάνουν πολλά λιγότερο γνωστά κομμάτια τους (‘Victims Of The Dance’, ‘Atlantis’ και άλλα σε έναν κατάλογο μακρύ).
Σχεδόν ταυτόχρονα πλάκωσαν και οι πρεσβευτές της άγριας δημοκρατίας! Σαν ηφαίστειο που αρχίζει να ξυπνά, συγκρατημένα στην αρχή και αφήνεται ολοκληρωτικά στις ορμές του χάους στην αποκορύφωση της έκρηξής του. Κάθε τραγούδι, κάθε στίχος των Savage Republic μοιάζει με τις σελίδες του ημερολογίου της ζωής μου (‘Next To Nothing’, ‘Film Noir’, τα αγαπημένα). Και αυτή η μπάντα πέτυχε όσα καμιά άλλη ποτέ σε ό,τι αφορά την βαθύτερη λειτουργία μιας ζωντανής εμφάνισης. Στο Ρόδον Club – αν ψάξω έχω ακόμη το εισιτήριο κρατημένο για να σας γράψω και τον ακριβή χρόνο. (Μέχρι τους Godspeed You Black Emperor!, τον περασμένο Φλεβάρη, σίγουρα. Και ας ακούγεται ως υπερβολή.)
Μετά φαντάρος. Στην Μυτιλήνη (υπάρχει άντρας άραγε που θα ξεχάσει ποτέ το πρώτο του βράδυ στα χακί;). Συνειδητοποίησα ότι είχα να κάνω με κομμάτι θησαυρού τυχαία, ακούγοντας μια μουσική που με συνεπήρε τάχιστα. Ίσως έφταιγαν και οι συνθήκες. Τότε δεν ήξερα ούτε συγκρότημα, ούτε τίτλο δίσκου, ούτε τίτλου τραγουδιού. Και δεν με ένοιαζε. Αργότερα τα έμαθα όλα (πώς θα μπορούσα να τα βάλω εδώ εξάλλου;), αλλά εκείνα τα πρώτα φιλιά της γνωριμίας παρέμειναν αναλλοίωτα. Τελειωμένος έξω από ένα bar (λίγα τα λεφτά βλέπετε). Το τραγούδι ήταν το ‘Roads’ από το ‘Dummy’ των Portishead και εγώ στεκόμουν βλέποντας τόσο κοντά το τέλος του δρόμου της ζωής μου. Και αυτό με τράβηξε πίσω. Έτσι για τις τραγικές λεπτομέρειες της ιστορίας.
Ουσιαστικά έχω τελειώσει με τις αναφορές. Στις υπόλοιπες θέσεις που μένουν θα βάλω κάτι, που παρόλο που δεν γνώρισα σε πραγματικό χρόνο, η επαφή είχε όλα τα βαθιά προσωπικά στοιχεία του μοναδικού. Πιστεύω ότι η τύχη (θεά;) τους επιφύλαξε τόσα λίγα φώτα σε αντιδιαστολή με το πνεύμα που έκρυβαν μέσα τους και που εγώ ρούφηξα καθώς ανάβλυζε ακόμα, που … Μιλώ για τους Mecano και τον Dick Polak, έναν από τους εκφραστικότερους της γενιάς των 80’s – της δικής μου αν θέλετε – ο οποίος μόνος του ζωγράφισε στην Ολλανδία του δικού μου χάρτη μια μεγάλη φωσφορίζουσα βούλα, ανεξίτηλη. Για να διακρίνεται όσο το δυνατόν καλύτερα από μακριά.
Και τέλος θα διαλέξω και κάτι από αυτά που άκουγα πριν από όλα τα παραπάνω, αναγνωρίζοντας την σημασία του, έστω και παράκαιρα. Στα χρόνια της αθωότητας λοιπόν μου κάθονταν οι ήχοι των Talking Heads του ‘More Songs About Buildings And Food’ με ελαφρά πηδήματα, σαν βάδισμα πουλιού. Παρόλο που έχω να το ακούσω χρόνια (που τείνουν στο άπειρο) και παρόλο που μετά το ‘Fear Of Music’ αραίωσα μαζί τους, ανιχνεύω κάθε τους τραγούδι εκείνης της εποχής με την πρώτη. Πέρα από τους στίχους που τότε δεν καταλάβαινα. Ίσως γι’ αυτό καλλιέργησα στην λογική του εφήβου και αργότερα του ενήλικα την χρήση της φωνής ως ένα επιπρόσθετο εναρμονισμένο όργανο, ενώ ας πούμε μου άρεσε να διαβάζω ποίηση – πολλές φορές παράλληλα με τις ακροάσεις. Κοίτα να δεις τι σύνδρομα μου βγαίνουν μετά από είκοσι και βάλε χρόνια!
Και δεν πρόκειται να μαρτυρήσω ποτέ ποιους και γιατί άφησα απέξω. Ούτε με βασανιστήρια!!
ΠΗΓΗ: http://www.mic.gr/