Afrobeat: Έχοντας ως όπλο τη μουσική
Από Εύη Αλεξίου Στις 4 Μαΐου, 2020
Αν και ο όρος “αφρικανική μουσική” είναι αρκετά ατυχής και γενικευμένος, το μουσικό είδος “Afrobeat” συνδέεται άρρηκτα με αυτόν
Με αφορμή την είδηση του θανάτου του Tony Allen, μίας από τις πιο εμβληματικές μορφές του Afrobeat.
Ας δώσουμε αρχικά το κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο του γεωγραφικού του χώρου. Είμαστε στα 1967 όπου το νοτιοανατολικό κομμάτι της Νιγηρίας αποφασίζει να αποσχιστεί ύστερα από πολυάριθμες σφαγές ομοφύλων τους στο Βορρά, παίρνοντας το όνομα Μπιάφρα. Ο εμφύλιος πόλεμος που ακολουθεί σπαράσσει τη χώρα (η υπόλοιπη Νιγηρία πολέμησε για να αποφύγει την απόσχιση για να καταλήξει το 1970 με την ήττα της Μπιάφρα), επικρατεί βαθιά κρίση και μια σειρά από διεφθαρμένες και καταπιεστικές κυβερνήσεις όχι μόνο αδιαφορούν για το γενικό καλό αλλά προχωρούν σε καθημερινή καταπάτηση ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Είναι χαρακτηριστικό το εμπάργκο σε τρόφιμα που επέβαλαν ως “τιμωρία” στη Μπιάφρα και οδήγησε στο θάνατο από λιμό ενός εκατομμυρίου ανθρώπων.
Μέσα σε αυτό το κλίμα και την ιστορική συγκυρία έχουμε τη μορφή του Fela Kuti (1938-1997, τραγουδιστής, συνθέτης, τρομπετίστας σαξοφωνίστας και κιμπορντίστας) που έχει επιστρέψει στο γενέθλιο τόπο Λάγκος μετά από παραμονή σε Λονδίνο (για σπουδές ιατρικής που κατέληξαν στη μουσική και το πρώτο του σχήμα Koola Lobitos) και το Λος Άντζελες (εκεί γνώρισε τη μουσικό-ακτιβίστρια Sandra Smith, μυήθηκε στο κίνημα Black Power και αγάπησε τη Soul-Funk του James Brown).
Με το συγκρότημά του, που μετονομάζεται σε Africa 70, παίζουν ελεύθερα τη μουσική τους στο δικό τους θρυλικό κλαμπ Shrine και μιλούν για τις δυσκολίες κακουχίες που πλήττουν καθημερινά τη Νιγηρία.
O ήχος τους αποτελεί μέσο προσωπικής έκφρασης και μιας κραυγής-ξέσπασμα στην παράνοια και την καταπίεση που επικρατεί.
Το Afrobeat, ως μείγμα ιδεών του Παναφρικανισμού (Marcus Garvey, Kwame Nkrumah, Malcolm X και Kwame Ture) και των Μαύρων Πανθήρων, γίνεται όπλο της συνειδητοποίησης και ο Fela “Anikulapo” (σημαίνει αυτός που κουβαλά το θάνατο στη τσέπη του) Kuti γίνεται πρωτεργάτης του μουσικού αυτού κινήματος.
Το 1970 ιδρύει την Kalakuta Republic, έδωσε το όνομα καρικατούρα του κελιού της φυλακής που είχε βρεθεί την πρώτη φορά, η οποία λειτουργεί ως είδος κοινόβιου και κοινότητας με στούντιο, διάφορα σπίτια και νοσοκομείο για όλους τους μουσικούς του και την πολυμελή οικογένειά του, κηρύττοντας την ίδια στιγμή την ανεξαρτησία του από τη νιγηριανή κυβέρνηση.
Μαζί με την άλλη εμβληματική μορφή, τον ντράμερ Tony Allen (σε αυτόν οφείλεται το Beat του Afro ιδιώματος), αναμιγνύουν τις παραδοσιακές αφρικανικές φόρμες με τη τζαζ, το φανκ και την ψυχεδέλεια, διατηρώντας τη βάση του “Call and Response” (ερώτηση-απόκριση), έτσι κάνουν διακριτό το χαρακτήρα του Afrobeat αναφορικά με τα ήδη υπάρχοντα μουσικά είδη των Highlife, Soukous, Makossa, Palm-Wine κ.α.
Τόσο η επαναστατικότητα αυτή της μουσικής όσο και η ριζοσπαστικότητα των στίχων έδωσαν πνοή στο δοκιμαζόμενο λαό της Νιγηρίας που πλέον είχε αποκτήσει το δικό του “ρήτορα – πολιτικό” για να θίξει με φωνή δυνατή τις ντροπιαστικές και ανήθικες κυβερνήσεις, τη δουλοπρέπεια και το μιμητισμό προς τη Δύση, τις πολυεθνικές που ρουφούσαν το αίμα του λαού ή τις φυλετικές διαμάχες και τους πολυάριθμους εμφύλιους πολέμους που είχαν γονατίσει ένα ολόκληρο έθνος.
Και όπως είχε σχολιάσει ο ίδιος ο Fela Kuti: “Με τη μουσική μου δημιουργώ την αλλαγή… χρησιμοποιώ την μουσική μου ως όπλο”.
Μια ημερομηνία σταθμός στη ζωή του αφρικανού καλλιτέχνη ήταν το 1977 με την κυκλοφορία του 27ου δίσκου Zombie και του ομώνυμου κομματιού που αποτέλεσε μια από τις πιο έντονες πολιτικές καταγγελίες του μουσικού με τεράστια, μάλιστα, απήχηση στο λαό.
Ήταν τότε που 1000 νιγηριανοί στρατιώτες, υπό τις διαταγές του στρατηγού Obasanjo, εισέβαλαν στην κοινότητα της Kalakuta, έκαψαν διάφορα σπίτια, βίασαν πολλές γυναίκες, τραυμάτισαν σοβαρά τον ίδιο τον Kuti και πέταξαν από το παράθυρο τη μητέρα του που βρήκε τελικώς τραγικό θάνατο.
Η “απάντησή” του απέναντι στο απεχθές κατεστημένο ήταν να παντρευτεί επισήμως τις 27 χορεύτριες και τραγουδίστριες του γκρουπ, πράξη έως και αμφιλεγόμενη που, όμως, “στιγμάτισε” τη μέρα της θλιβερής εφόδου στην κοινότητα.
O επαναστατικός σπόρος, όμως, ποτέ δε σίγησε και γέννησε γόνιμους καρπούς. Ο Fela Kuti, προκλητικός, ανορθόδοξος και πάντοτε ανήσυχος, έφτιαξε τους δικούς του κανόνες που ξεπέρασαν αυτό που απλώς εννοούμε ως μουσική Afrobeat.
Χαρακτηριστικά δείγματα πολιτικής αφύπνισης και σταθμοί στην εξέλιξη του μουσικού αυτού είδους είναι οι προσωπικοί του δίσκοι Shakara (1972), Gentlemen (1973), Expenshive Shit (1975), Zombie (1977), Sorrow Tears And Blood (1977), No Aggrement (1977), ITT (1979), Beasts Of No Nation (1989), Underground System (1992). Κάποια ενδιαφέροντα ντοκιμαντέρ γύρω από τον ίδιο και τον κόσμο τού afrobeat είναι: Music Is The Weapon (1983), Teach Me Nonsense (1984), Finding Fela (2014) καθώς και τα βιβλία This Bitch Of A Life (Carlos Moore, Chicago Review Press/2009), Fela – The Life And Times Of An African Musical Icon (Micheal Veal, Temple University Press/2000) και Fela – From West Africa To West Broadway (Trevor Schoonmaker, Palgrave Macmillan Trade/2003).
Βέβαια, η μεγάλη ιδεολογική και μουσική παράδοση του Afrobeat απέκτησε παγκόσμιες διαστάσεις με πολλούς και ποικίλους ακολούθους, όπως τους Femi Kuti & Seun Kuti (γιοί του Fela Kuti), Antibalas Afrobeat Orchestra (νυν Antibalas), Kokolo Afrobeat Orchestra (νυν Kokolo), The Daktaris, Konono No1, Fanga, Lagbaja, The Budos Band, Jimi Tenor & Kabu Kabu, Nomo, Ariya Astrobeat Arkestra, Τhe Shaolin Afronauts, Chicago Afrobeat Project, The Liberators, The Souljazz Orchestra, Afrodizz, Afrosonics, The Afromotive, Shokazoba Afrofunk Ensemble, Jungle By Night, Baoku & The Image Afrobeat Band, Whoareyoupeople, The Superpower, London Afrobeat Collective, EMEFE, Vaudou Game κ.α.
Ο Fela Kuti γνώριζε καλά ότι ο κόσμος δεν μπορεί ν’αλλάξει σε μια μέρα, όμως έλεγε ότι μέσα από τις μουσικές αυτές ξυπνάνε αρχέγονα ένστικτα και πολύτιμες αναμνήσεις ενός κόσμου ενωμένου και εκεί κρύβεται η καρδιά της αληθινής ομορφιάς και ελευθερίας.
Σε ερώτηση προς τον ίδιο πως θα ήθελε να τον θυμούνται, έδωσε την εξής απάντηση: “Θέλω απλά να κάνω αυτό που πρέπει και να φύγω… να μη με θυμούνται όμως γι αυτό αλλά για εκείνο που πίστευα σαν άνθρωπος”.
Πηγή: avopolis.gr