Black Flag: Ανεμίζοντας Μαύρη Σημαία στα πεδία των σφαγών του Λος Άντζελες με τα λευκά σπίτια…
Από Εύη Αλεξίου Στις 3 Νοεμβρίου, 2019
Το 1981 η πανκ σκηνή του Χόλιγουντ απέπνεε μια αίσθηση κινδύνου, αλλά δεν είχε επιδιώξεις ούτε περιεχόμενο.
Αυτό που παρατήρησα αμέσως μόλις έφτασα, ήταν η επιρροή του «Χόλιγουντ» και της κουλτούρας της Νότιας Καλιφόρνιας στην πανκ σκηνή του Λος Άντζελες. Υπήρχε μια λαμπερή πλευρά και μια υπόγεια αίσθηση αυτοπεποίθησης που είχε κάτι από Τζέιμς Ντιν.
Γράφει ο Henry Rollins (Τραγουδιστής των Black Flag):
Πολλοί άντρες καλλιεργούσαν την ατημέλητη, ηρωική εικόνα τους με το πάθος ενός επίδοξου φωτομοντέλου, ενώ τα πανταχού παρόντα όμορφα θηλυκά δεν ήταν απλώς αντικείμενα παρατήρησης της στερημένης νιότης μου – ήταν πραγματικά όμορφοι άνθρωποι. Όταν ετοιμάζονταν για μια συναυλία, πολλοί έμοιαζαν σαν να πήγαιναν για το κάστινγκ κάποιας ταινίας. Δεν υπαινίσσομαι ότι ήταν τίποτα παρατρεχάμενοι φλώροι, αλλά σίγουρα το γεγονός ότι τόσοι πολλοί απ’ αυτούς ήταν ιδιαίτερα εμφανίσιμοι, χάριζε στην όλη σκηνή μια αδιαμφισβήτητη γοητεία.
Νομίζω επίσης ότι αυτός ήταν ένας από τους λόγους που η Αστυνομία του Λος Άντζελες μισούσε τους πανκ και βιαιοπραγούσε συχνά εναντίον τους.
Επίσης, είναι ένας λόγος για τον οποίο εκείνη η περίοδος έχει αποτυπωθεί επαρκώς στη δουλειά πολλών τοπικών φωτογράφων. Ήταν ένα ακαταμάχητο, φωτογενές ξέσπασμα που επρόκειτο να τελειώσει εξίσου γρήγορα όπως είχε αρχίσει.
Από τη δική μου σκοπιά, η σκηνή εκείνη ήταν εντελώς εσωστρεφής. Οι Χ είχαν έρθει στην ανατολική ακτή και είχαν πάρει διθυραμβικές κριτικές και οι Dickies είχαν φτάσει ως εκεί, αλλά είχαν ακυρώσει τη συναυλία τους στην Ουάσινγκτον. Εκτός απ’ αυτούς, όλα τα υπόλοιπα συγκροτήματα υπήρχαν μόνο σε φανζίν και σε κασέτες από τις ραδιοφωνικές εκπομπές του Ρόντνι Μπίνγκενχάιμερ, που είχαν μουντό ήχο και έχαναν στροφές από τις πολλές αντιγραφές.
Για τον εξωτερικό παρατηρητή, η σκηνή δεν έτρεφε φιλοδοξίες, ούτε αποσκοπούσε στο οικονομικό κέρδος, αλλά ήθελε απλώς να αποτυπώσει όσο το δυνατόν καλύτερα κάποιες εμπνευσμένες στιγμές. Ακούγοντας τις κασέτες από συναυλίες στο θρυλικό κλαμπ Masque, και ιδιαίτερα τις ηχογραφήσεις των Screamers, αντιλαμβάνεσαι την ομαδική ονειροπόληση και τον ενθουσιασμό του να ανακαλύπτεις κάτι καινούργιο την κάθε στιγμή.
Όταν πήγα εκεί το καλοκαίρι του 1981, αναρωτιόμουν αν είχε εμφανιστεί ένα καινούργιο φαινόμενο και είχε αντικαταστήσει το προηγούμενο, το οποίο πλέον είχε αποδομηθεί, ή αν είχα πετύχει τη στιγμή πριν σκάσει η επόμενη τάση.
Ένα πράγμα ήταν βέβαιο: η χρήση ναρκωτικών εντός της σκηνής άγγιζε υπερβολικά επίπεδα. Η σκηνή απέπνεε μια αίσθηση κινδύνου, ζωντάνιας και νεανικού φλερτ με τον θάνατο, αλλά υπολειπόταν σε δραστηριοποίηση, δεν είχε επιδιώξεις, ούτε πνευματικό ή καλλιτεχνικό περιεχόμενο. Απ’ όσα είδα, κατέληξα στο συμπέρασμα ότι η σκηνή αποτελούταν από ωραίους, νέους ανθρώπους που προσπαθούσαν να ξεκάνουν τον ίδιο τους τον εαυτό. Δεν θεώρησα ποτέ ότι εγώ ήμουν καλύτερος, αλλά η αδυναμία μου να κατανοήσω το ευρύτερο πλαίσιο γύρω από τα πράγματα με έκανε να αποξενωθώ σχεδόν τελείως απ’ όλους και όλα.
Η τάση των Black Flag για απομονωτισμό θύμιζε μυστική αίρεση και σύντομα με χώρισε και γεωγραφικά από τη σκηνή του Λος Άντζελες, γιατί ύστερα από λίγο μετακομίσαμε στο Ρεντόντο Μπιτς, όπου ήταν οι ρίζες του συγκροτήματος.
Βρισκόταν μόλις λίγα χιλιόμετρα παρακάτω στον αυτοκινητόδρομο 405, αλλά έμοιαζε σαν άλλος πλανήτης. Μερικές φορές πηγαίναμε στο Χόλιγουντ για να δούμε κάποια συναυλία και νιώθαμε να μας κοιτούν ειρωνικά, με ύφος «εσύ μάλλον δεν είσαι από δω, μικρέ». Θυμάμαι ότι σ’ αυτές τις συναυλίες είχα δει κάποια μέλη από τα συγκροτήματα της εποχής του Masque. Εγώ ένιωθα ότι βρισκόμουν στο ίδιο δωμάτιο με τους θρύλους της δισκοθήκης μου. Μερικούς τους γνώρισα κιόλας, αλλά δεν τα πήγαμε πολύ καλά κι έτσι τους άφησα στην ησυχία τους.
Τα ιδρυτικά μέλη των Black Flag, ο Γκρεγκ Γκιν κι ο Τσακ Ντουκάουσκι, είχαν δική τους δισκογραφική εταιρεία, την SST. Ήταν οι πιο φιλόδοξοι και δραστήριοι άνθρωποι που έχω γνωρίσει ποτέ. Η εταιρεία δεν κυκλοφορούσε μόνο τους δίσκους των Black Flag – που σύντομα επρόκειτο να γίνουν πολυγραφότατοι – αλλά και τη δουλειά άλλων συγκροτημάτων, όπως οι Minutemen και οι Saccharine Trust. Δεν τους ενδιέφερε να κινηθούν μόνο τοπικά. Ήθελαν να φτάσουν σε όσο το δυνατόν περισσότερο κόσμο.
Δεν μπορώ να μιλήσω εξ ονόματος των υπολοίπων, αλλά εγώ πίστευα ότι ο τρόπος δουλειάς μας δεν ήταν να γράψουμε ένα κομμάτι που θα κάνει επιτυχία, αλλά ότι θα εδραιωνόμασταν μέσω ενός εντατικού προγράμματος κυκλοφοριών και περιοδειών, μόνο και μόνο εξαιτίας της συνεχούς παρουσίας μας. Αυτή η προσέγγιση απαιτεί να δώσεις ό,τι έχεις και δεν έχεις και είναι γεμάτη από άφθονες εκνευριστικές και ειρωνικές ανατροπές και εκπλήξεις.
Από τη δική μου σκοπιά, όλο αυτό με έκανε να σιχαθώ οποιαδήποτε έννοια επιτυχίας, πέρα από την έκφραση μιας αυστηρά καθορισμένης ιδέας περί καλλιτεχνικής ειλικρίνειας και μιας ανεξέλεγκτης μανίας ενάντια σε οποιονδήποτε προσπαθούσε να μας εξουδετερώσει. Αν ο σκοπός σου είναι να κάνεις μια δουλειά σωστά όπως εσύ νομίζεις, τα βέλη που θα δεχτείς είναι κι αυτά μέσα στο παιχνίδι.
Δικαιολογημένα ή αδικαιολόγητα, θεωρούσαμε ότι ήμασταν αντίθετοι σχεδόν με τους πάντες και τα πάντα. Τα εξώφυλλα των δίσκων και τα σχέδια στα φλάιερ είχαν σκοπό να προκαλέσουν και να θορυβήσουν. Μερικές φορές πίστευα ότι ήμασταν τόσο ακραίοι, που ήταν σαν να θέλαμε να αποφύγουμε ακόμα και το ίδιο μας το κοινό.
Το αποτέλεσμα των ενεργειών μας ήταν ότι ζούσαμε σε έναν κόσμο έντονων αντιθέσεων. Πολύ σπάνια μας θεωρούσαν κάτι λιγότερο από ακραίους.
Προσπαθούσαμε να αποφύγουμε επισταμένως οτιδήποτε μεσοβέζικο. Μέσα σε λίγους μήνες αφότου έγινα μέλος των Black Flag και μετακόμισα στο Λος Άντζελες, πέρασα έναν χρόνο στον δρόμο, σε περιοδείες που κράτησαν μήνες. Επιστρέφαμε στη Νότια Καλιφόρνια κυρίως για να ηχογραφήσουμε, έτσι ώστε να ξαναφύγουμε. Αν και κάθε φορά μέναμε για μεγαλύτερα διαστήματα, η Καλιφόρνια έγινε απλώς μία από τις πολλές πολιτείες στις οποίες ταξίδευα. Και κατά έναν παράξενο τρόπο, εγώ έγινα ο αντιπροσωπευτικός Αμερικανός: μήνα με τον μήνα, χρόνο με τον χρόνο, γνωρίζω ανθρώπους από όλη τη χώρα.
Ενδιάμεσα από τις περιοδείες μου, επισκεπτόμουν το Λος Άντζελες για σύντομα διαστήματα. Μάθαινα πάντα τα νέα μερικών ανθρώπων που είχα γνωρίσει όταν είχα πρωτοπάει εκεί. Κάποιοι είχαν πεθάνει από υπερβολική δόση, άλλοι είχαν αυτοκτονήσει, μερικοί είχαν κάνει φυλακή, και διάφορα άλλα, καθόλου ευχάριστα. Παρατήρησα ότι κυκλοφορούσε πολλή ηρωίνη. Ανακάλυψα ότι ήταν τόσο διαδεδομένη επειδή ήταν δυνατή και φτηνή.
Τότε δεν είχα ακουστά για το πρόγραμμα COINTELRPO του Χούβερ, αλλά μου φάνηκε προφανές ότι αυτοί οι άνθρωποι είχαν στοχοποιηθεί σε μια εκστρατεία για να καθαρίσουν τα πράγματα, ίσως για τους επερχόμενους Ολυμπιακούς Αγώνες. Εγώ προσωπικά ταυτίζομαι με το Λος Άντζελες μέσω του φίλτρου της μουσικής. Είναι η πόλη που εξύμνησαν και καθόρισαν οι Doors με τα πλήκτρα και τον ποιητικό μηδενισμό τους και οι Χ με τον πρώτο τους δίσκο, όσο και οποιοδήποτε άλλο γεγονός, οποιαδήποτε άλλη καινοτομία και οποιαδήποτε άλλη βιομηχανία.
Συχνά αναφέρομαι στο Λος Άντζελες ως «το πεδίο σφαγής με τα λευκά σπίτια», και από μια άποψη αυτό ισχύει, αλλά πρέπει πρώτα να ζήσεις εκεί για να πεθάνεις εκεί. Αυτό που εννοώ, είναι ότι σ’ εκείνο το μέρος δεν υπάρχουν αφελείς…