Jeffrey Lee Pierce, ο κήρυκας των Punk – Blues
Από Εύη Αλεξίου Στις 2 Ιανουαρίου, 2020
Ένας ινδιάνος στην καρδιά της ζούγκλας με τη φωτιά της αγάπης να αγκαλιάζει τους ποταμούς της λύπης
Τον αποκαλούσαν “Marilyn Monroe απ’ την κόλαση” λόγω του παρουσιαστικού και του αυτοκαταστροφικού του βίου που μόνιαζε με το τρίπτυχο Sex, Drugs & Rock n’ Roll. Είχε αυτή την περίεργη θεωρία πως όλοι οι σεισμοί που συνέβαιναν στο Los Angeles προκαλούνταν από την ένταση που δημιουργείτο όταν υπήρχε μαζική χρήση ηρωίνης από τα πρεζάκια της πόλης. Κουβαλούσε πάντα μαζί του ένα σημείωμα που του είχε χαρίσει η Debbie Harry και περιείχε οδηγίες για το πώς έβαφε τα μαλλιά της καθώς και τα συγκεκριμένα προϊόντα που χρησιμοποιούσε. Ο ίδιος υπήρξε κάπου εκεί στα 70s πρόεδρος του Blondie’s U.S Fan Club ενώ αργότερα όταν συνάντησε την Debbie συνεργάστηκαν στο άλμπουμ Miami με την δεύτερη να του κάνει Backing Vocals και να αναγράφεται στα Credits ως D.H. Laurence, Jr.
Βαριά τοξικομανής και αλκοολικός, όταν βρισκόταν κοκαλωμένος από ουσίες μετατρεπόταν σε έναν κακό άνθρωπο προς τους φίλους και συνεργάτες του, όπως συμβαίνει τις περισσότερες φορές με όλους τους εθισμένους.
Οι καραμπίνες του μυαλού του όπλιζαν συνέχεια στίχους παράφορα παρανοϊκούς και η μουσική του ιδιοφυία ήθελε να φέρει κοντά σε αυτούς, τα Blues του Mississippi με το Punk της δικής του γενιάς που συνέβαινε εκεί στα τέλη της δεκαετίας του ’70. Οι Gun Club πήραν μπροστά και με τρία άλμπουμ από το 1981 έως το 1984, έκαναν τον Jeffrey Lee Pierce να μείνει στην ιστορία ως ο κήρυκας των Punk – Blues.
Κάπου εκεί στο Los Angeles και στα μέσα προς τα τέλη των 70s, ο Αμερικανός με Μεξικάνικες ρίζες, Jeffrey Lee Pierce, ανακάλυπτε την Reggae που ήταν κι ένα από τα αγαπημένα του μουσικά είδη. Θα γοητευόταν επίσης από την Funk της εποχής, τα Rockabilly του παρελθόντος και φυσικά από τα πρώιμα Blues των βάλτων και των βαμβακοχώραφων.
Θα πιάσει δουλειά ως μουσικοκριτικός στο Slash, ένα Punk Fanzine της εποχής γράφοντας για τις μουσικές του εμμονές ενώ κάπου εκεί ξεκινά να υμνεί συνέχεια τους Blondie και την Debbie Harry παίρνοντας την προεδρία του Fan Club που αναφέραμε. Σε ένα άλλο Fan Club της χώρας, εκείνο των Ramones, τα ηνία κρατούσε ο Kid Kongo Powers, (βλέπε πρώιμους Bad Seeds). Οι δυο τους θα συναντηθούν και για έναν αστείο λόγο θα αποφασίσουν να φτιάξουν το δικό τους συγκρότημα. Οι Creeping Rituals θα γεννηθούν για να μετατραπούν λίγο πιο μετά σε Gun Club και ο λόγος που δημιουργήθηκαν, σύμφωνα με τον ίδιο τον Pierce, ήταν για να πίνουν τσάμπα ποτά και να χωθούν στο κύκλωμα της μουσικής βιομηχανίας της πόλης.
Τα πράγματα όμως δεν ήταν και τόσο αστεία όσο φαίνονταν για τον Jeffrey Lee και το ντεμπούτο άλμπουμ της μπάντας, το Fire Of Love του 1981, θα σημάνει το σφύριγμα ενός μουσικού τραίνου μέσα στη νύχτα που δεν θα αφήσει καμία στάση αλώβητη στους underground ήχους της εποχής.
Με το εναρκτήριο “Sex Beat”, τραγούδι που ακόμα και σήμερα όταν παίζεται στα μπαρ δεν αφήνει τίποτε όρθιο, οι Gun Club θα εμβολιάσουν το Punk με την αμερικανική μουσική παράδοση όπως τα Blues, την Country και τα Garage των Sixties, βγάζοντας έναν εντελώς δικό τους αναγνωρίσιμο ήχο που, όπως θα δείξει και το τέλος τούτης εδώ της ιστορίας, έμελλε να επηρεάσει πολλούς από τους αγαπημένους μας μουσικούς του σήμερα.
Το Fire of Love δεν χωρούσε σε καμία μουσική ταμπέλα της εποχής, οι Gun Club δεν ήταν Punk αλλά ήταν, δεν ήταν σύγχρονο Blues αλλά ήταν, δεν ήταν Garage αλλά ήταν. Οι Gun Club ήταν οι Gun Club, μια κατηγορία μόνοι τους. Ο Jeffrey Lee ανήσυχος μουσικά αλλά και πνευματικά, με τα δικά του δαιμόνια και φαντάσματα να τον κυριεύουν, δεν άφηνε τα πράγματα στην τύχη τους.
Είχε τον απόλυτο μουσικό έλεγχο σε ότι κι αν έκανε, ήθελε το συγκρότημά του να είναι κάτι ξεχωριστό. Όταν μάλιστα ξεκίνησε με τον Kid Kongo, του έβαλε να ακούσει έναν δίσκο των Slits κι έναν του Bo Diddley, λέγοντάς του πως αυτός ήταν ο ήχος που ήθελε να φτιάξει.
Μια χρονιά αργότερα (1982) θα έρθει στην κυκλοφορία το Miami και τα πράγματα συνεχίζουν από εκεί που είχαν μείνει. Ο ήχος θα γίνει πιο ώριμος, οι συνθέσεις πιο μεστές, η ορμή αδιάκοπη και το τραίνο του μυαλού του έχει πάρει πια φωτιά. Ο ίδιος δεν τραγουδά αλλά φαίνεται να κηρύττει τους στίχους σαν κάποιος δαιμονισμένος ιερέας της ερήμου. Ένα τοτέμ ανέγγιχτο από το τι συμβαίνει γύρω του, ένα ινδιάνος στην καρδιά της ζούγκλας με τη φωτιά της αγάπης να αγκαλιάζει τους ποταμούς της λύπης.
1984 και το τρίτο κατά σειρά The Las Vegas Story φαντάζει σαν ο μουσικός και ο προσωπικός οδοστρωτήρας του Jeffrey Lee. “Μεταμορφώνεται” ως Marilyn Monroe απ’ την κόλαση βάφοντας τα μαλλιά του ξανθά, μετακομίζει στο Λονδίνο μιας και στην Ευρώπη οι Gun Club τύχαιναν μεγαλύτερης αποδοχής και κάνει μια επεισοδιακή περιοδεία όπου στο τέλος της όλα τα μέλη της μπάντας θα αποχωρήσουν. Βουτάει σε έναν ωκεανό ναρκωτικών και αλκοόλ και μια κάθοδος που θα καταλήξει πολλά χρόνια αργότερα στον θάνατό του, εγκεφαλική αιμορραγία που προήλθε από την κύρωση του ήπατος, στις 31 Μαρτίου του 1996 και σε ηλικία μόλις 38 χρόνων, είχε αρχίσει ήδη το κατευόδιο της.
Μέχρι το τέλος της ζωής του θα γράψει κι άλλους μοναδικούς δίσκους είτε ως Gun Club, είτε με το όνομά του. Μουσικοί και συγκροτήματα όπως οι 16 Horsepower, Madrugada, White Stripes, Mark Lanegan και πολλοί άλλοι διασκεύασαν τραγούδια του και τον έβαζαν πάντοτε στην κορυφή από τις μεγαλύτερες επιρροές τους. Η πλήρης αποδοχή θα ‘ρθει φυσικά πολύ μετά τον θάνατό του όπου θα κυκλοφορήσουν Tribute Albums και θα γίνουν συναυλίες από μεγάλα ονόματα μνημονεύοντας την σπουδαία μουσική κληρονομιά που άφησε πίσω του.
Ο Jeffrey Lee Pierce στη μεγάλη μπάντα του ουρανού δεν κάνει παρέα με κανέναν, παρά μονάχα σουλατσάρει για άλλη μια δόση, τραγουδώντας και κηρύττοντας τα δικά του άγρια κι ευαίσθητα Punk – Blues.
Πηγή: merlins.gr