“Songs the Lord Taught Us”: Η αφοσίωση των Cramps στο πρωτόγονο ροκ…
Από Εύη Αλεξίου Στις 10 Ιανουαρίου, 2020
Παρέμειναν λυσσαλέα αφοσιωμένοι στην αποστολή τους, να κρατήσουν ψηλά τον δαυλό του αρχέγονου Rock n Roll, με όλη τη βρώμα, το σεξ και τη λαμπρότητά του, στο παρόν
Μπορεί κάποιες κιθαρίστριες όπως η Beverly “Guitar” Watkins και η Sister Rosetta Tharpe να άνοιξαν το δρόμο με τη δουλειά τους, αλλά παρ’ όλα αυτά το Rock της δεκαετίας του ’50 και των αρχών της δεκαετίας του ’60 είναι κυρίως συνυφασμένο με τους άντρες. Ο άγριος ήχος που κάποτε τρόμαζε εκατομμύρια γονείς και έκανε κάποιους ιερείς να τον ονομάσουν “μουσική του διαβόλου”, χάθηκε από το προσκήνιο κατά τη διάρκεια της Βρετανικής εισβολής και της ψυχεδελικής περιόδου των παιδιών των λουλουδιών που ακολούθησε, αλλά αναστήθηκε σαν το τέρας του Φρανκενστάιν τη δεκαετία του 1970. Οι “τρελοί επιστήμονες” που ευθύνονται γι’ αυτό ήταν οι Cramps, το συγκρότημα που σχημάτισε μια κιθαρίστρια ονόματι Poison Ivy Rorschach μαζί με τον άντρα της, τον τραγουδιστή Lux Interior.
Η Kristy Marlana Wallace, όπως είναι το πραγματικό όνομα της Ivy, παθιάστηκε με τη μουσική, ιδίως με το πρώιμο Rock n Roll, το R&B, την Country και τα Blues, ερωτεύτηκε την όλη αισθητική του “κακού κοριτσιού” και ανέπτυξε μια φυσική, απόλυτη απέχθεια για τη συμβατικότητα μεγαλώνοντας στην Καλιφόρνια.
Μια μέρα, όταν ήταν πρωτοετής στο Πανεπιστήμιο του Σακραμέντο, συνάντησε το πεπρωμένο της καθώς έκανε ωτοστόπ. Ο Erick Lee Purkhiser (πλέον πιο γνωστός ως Lux) κι ένας φίλος του σταμάτησαν για να την πάρουν. Οι δύο αδελφές ψυχές “κόλλησαν” λόγω του κοινού ενδιαφέροντός τους για τη μουσική και την Pop κουλτούρα, ερωτεύτηκαν και άρχισαν να σπέρνουν τους σπόρους των Cramps. Σαν συνένοχοι πια, εντρύφησαν ακόμα περισσότερο στο Rock n Roll και άρχισαν να συλλέγουν μανιωδώς δίσκους. Το πάθος τους για άγνωστα σινγκλάκια τους ώθησε να τραβηχτούν μέχρι την αποθήκη της Sun Records στο Μέμφις, όπου τα αγόραζαν με τις κούτες. Το ζευγάρι έμεινε για κάποιο διάστημα στην πατρίδα του Lux, το Άκρον του Οχάιο και το 1975 βρέθηκε στη Νέα Υόρκη όπου έβαλε μπρος το μουσικό του σχέδιο. Αφού πέρασαν από το γκρουπ οι ντράμερ Pam Ballam (Pam Beckerleg) και Miriam Linna (η οποία αργότερα ίδρυσε τη Norton Records), οι Cramps κατέληξαν στην εξής τετραμελή σύνθεση: Ivy, Lux και άλλοι δύο “μετανάστες” από τις μεσοδυτικές πολιτείες, ο κιθαρίστας Bryan Gregory (Greg Beckerleg, αδελφός της Pam) και ο ντράμερ Nick Knox.
Αρχικά στο Max’s Kansas City και ύστερα στο CBGB, οι Cramps μάγεψαν την αναδυόμενη Punk σκηνή της Νέας Υόρκης συνδυάζοντας το πρωτόγονο Rock n Roll με την αισθητική των ταινιών τρόμου, την αλλόκοτη πλευρά της ψυχεδέλειας και την ωμή σεξουαλικότητα.
Από μουσική άποψη οι Cramps δεν έμοιαζαν με τους συγχρόνους του, αλλά παρ’ όλα αυτά οι εκρηκτικές, έξαλλες συναυλίες τους γρήγορα τους καθιέρωσαν σαν ένα από τα καλύτερα live γκρουπ της εποχής τους. Η Ivy, απίστευτα κουλ, ντυμένη με λαμέ και λεοπαρδαλέ, έπαιζε κιθαριστικά σχήματα και κρατούσε τον ασταμάτητο ρυθμό, ενώ ο Lux στριφογύριζε και σερνόταν πάνω στη σκηνή (και συχνά πάνω στα ηχεία) και ο Bryan καμάρωνε, χαμένος μέσα στον ιδιαίτερο, φαζαρισμένο, παράξενο ήχο του. Το αποτέλεσμα ήταν καταπληκτικό, λίγο “διαταραγμένο” και εντελώς μοναδικό.
Μιλώντας σε μια σόλο παράστασή του για την ένταση των πρώτων συναυλιών των Cramps, ο Henry Rollins είπε: “Φυσικά, δεν υπάρχουν στο Rock n Roll of Fame. Κανονικά θα ’πρεπε να ήταν το δεύτερο ή το τρίτο συγκρότημα που να είχε ενταχθεί… Για εμάς ήταν σαν σούπερσταρ, σαν τέρατα από ταινία”.
Αφού κυκλοφόρησαν δύο Single το 1978 (αργότερα αποτέλεσαν το EP Gravest Hits), οι Cramps πήγαν στο Μέμφις για να ηχογραφήσουν το πρώτο τους άλμπουμ με τον Alex Chilton στο στούντιο της Sun, στο σημείο που γεννήθηκαν πολλές από τις αγαπημένες ηχογραφήσεις τους. Το Songs The Lord Taught Us κυκλοφόρησε το 1980 στην IRS και περιλάμβανε ένα μείγμα από πρωτότυπα κομμάτια και διασκευές, επιλεγμένα μέσα από το live σετ του συγκροτήματος – αν και από τότε οι Cramps απέτειναν συχνά φόρο τιμής στους κλασικούς, παίρνοντας ένα ριφ από ’δω, ένα στίχο από ’κει, οπότε ο διαχωρισμός μεταξύ πρωτότυπων κομματιών και διασκευών δεν είναι απόλυτα ξεκάθαρος. Τα “TV Set” και “Garbageman”, που ξεχειλίζουν από μαγκιά και ιδρώτα, έγιναν αμέσως κλασικά Punk κομμάτια.
Οι διασκευές στο “Strychnine” των Sonics και στο “Fever”, τη γνωστή επιτυχία της δεκαετίας του ’50 (σύνθεση των Eddie Cooley και Otis Blackwell), ήταν πιστές στο πνεύμα των πρωτότυπων, αλλά η γυμνή παραγωγή του άλμπουμ και η παθιασμένη, φρενιασμένη ερμηνεία του Lux τους έδινε μια πιο μανιακή αιχμή.
Αργότερα η Ivy δήλωσε ότι δεν πίστευε πως η παραγωγή του Songs the Lord Taught Us αποτύπωσε απόλυτα τον “τσαμπουκά” της μπάντας, ωστόσο δύσκολα βρίσκει κανείς άλλον δίσκο που να διατηρεί ύστερα από 35 χρόνια τη γεύση των δεκαετιών του ’50 και του ’60, μαζί με μια κυρίαρχη αίσθηση αλλοφροσύνης.
Την εποχή που κυκλοφόρησε το άλμπουμ, στο προσκήνιο επικρατούσε η αναβίωση του Rockabilly με καλλιτέχνες όπως ο Robert Gordon και οι Stray Cats (ακόμα και οι Queen ακολούθησαν το ρεύμα με το “Crazy Little Thing Called Love”), όμως οι Cramps δεν ήταν αναβιωτές. Παρόλο που η αίσθηση του χιούμορ και η ανευλαβής διάθεση του γκρουπ είναι πανταχού παρούσες στο Songs the Lord Taught Us, όπως για παράδειγμα στα “I Was a Teenage Werewolf” και “Zombie Dance”, οι Cramps αντιμετώπιζαν την τέχνη τους με απόλυτη σοβαρότητα.
Τις επόμενες δεκαετίες, μέχρι τον λυπηρό, ξαφνικό θάνατο του Lux Interior το 2009, το ζευγάρι παρέμεινε λυσσαλέα αφοσιωμένο στην αποστολή του να κρατήσει ψηλά τον δαυλό του αρχέγονου Rock n Roll, με όλη τη βρώμα, το σεξ και τη λαμπρότητά του, στο παρόν. Και μέσα απ’ αυτή τη διαδικασία ο Lux και η Ivy άλλαξαν το φάσμα της Rock μουσικής, παρόλο που ενίοτε παραγνωρίζονται άδικα ή παρεξηγούνται ως αστείο ή εφήμερο φαινόμενο.
Οι Cramps συχνά αναγνωρίζονται ως επιρροή από τις μεταγενέστερες γενιές Punk και Rock συγκροτημάτων, όμως η επίδρασή τους εντοπίζεται σε μια ευρεία γκάμα από είδη, από το New Garage ως το Hard Rock, οπουδήποτε δοξάζεται ο κίνδυνος και το σεξ. Πολλά διαφορετικά μεταξύ τους συγκροτήματα, όπως οι Nouvelle Vague, οι Spoon και οι Queens of the Stone Age, έχουν διασκευάσει τραγούδια των Cramps. Επίσης, μπορεί κανείς να πει με σιγουριά ότι η Ivy ήταν εκείνη που σύστησε σε αρκετές γενιές ακροατών τον ήχο της Rock n Roll κιθάρας στο στυλ του Link Wray, του Duane Eddy και πολλών από τις συλλογές Nuggets. Έβαλε το πρώτο λιθαράκι της με το ντεμπούτο των Cramps, το Songs the Lord Taught Us.
Πηγή: merlins.gr