Theatre Of Hate: Πήγα, είδα, άκουσα, προσκύνησα, εξαγνίστηκα…

Από Στις 20 Οκτωβρίου, 2019

Live στο An Club-An Club, Αθήνα | 05/10/2019

Αυτή την φορά δεν χρειάζεται κανένα δηκτικό λογοπαίγνιο. Οι Theatre of Ηate ήρθαν, έπαιξαν, άντεξαν στην σκηνή και αυτό … φάνηκε στο χειροκρότημα…

και στο κείμενο του Μάνου Μπούρα:

Νομίζω ότι δεν υπήρξε –κι οπωσδήποτε δε θα υπάρξει– αναγγελία συναυλίας που να με χαροποίησε περισσότερο στη χρονιά που διανύουμε. Οι εφηβικοί μου ήρωες (ή έστω, κάποιοι απ’ αυτούς, μιας που σ’ εκείνη την ηλικία τείνεις να ηρωοποιείς μια στρατιά από μπάντες κι αργότερα να ξεκαθαρίζεις μέσα σου ποιες και ποιοι είναι αυτοί που αληθινά αξίζουν να καταλαμβάνουν την περίοπτη θέση που του έδωσες στην καρδιά σου) για πρώτη φορά στη χώρα μας.

Theatre Of Hate

Και η ερώτηση που τίθεται αυτόματα είναι μία: αξίζει όντως να δεις σήμερα, σαράντα κοντά χρόνια μετά από την εποχή που το συγκρότημα “μεσουρανούσε” (όσο μπορεί να ισχύει ουσιαστικά ένας τέτοιος ισχυρισμός), κι ενώ τα μέλη του είναι πια μεσόκοποι μουσικοί που εξακολουθούν και γυρίζουν τον πλανήτη παίζοντας τραγούδια που σέρνουν πίσω τους μια μοναδική ιστορία μεν, αλλά και το φάντασμα της νοσταλγίας αναπόφευκτα, που δε θα πάψει ποτέ να έχει πέραση σε μία κατηγορία ακροατών σαν και του λόγου μου;

Δεν ετίθετο θέμα για εμένα ότι έπρεπε να τους δω τουλάχιστον μία φορά σ’ αυτή τη ζωή, με οποιαδήποτε σύνθεση και συνθήκες, αρκεί ασφαλώς να έχουν τον Kirk Brandon στη θέση του τραγουδιστή. Κι εκείνοι από τη μεριά τους, δεν με απογοήτευσαν στο ελάχιστο κι απέδειξαν ότι έχουν λόγο ύπαρξης ακόμη και σήμερα, και σωστά πράττουν που βγαίνουν ακόμη στο δρόμο και παίζουν τη μουσική που παίζουν.

Theatre Of Hate

Και ο λόγος είναι ότι τα κομμάτια τους, με τα πολιτικά τους μηνύματα και τον επαναστατικό τους χαρακτήρα, δεν έχουν χάσει στο ελάχιστο την ισχύ τους και δεν παύουν να επικοινωνούν ιδέες που ακόμη και σήμερα είναι χρήσιμες απέναντι στην πραγματικότητα που αντιμετωπίζουμε.

Theatre Of Hate

Τη συναυλία άνοιξαν οι Black Capes, για τους οποίους επιτρέψτε μου να μη γράψω κάτι για δύο λόγους: αρχικά επειδή το μείγμα από stoner rock και heavy metal με σκοτεινούς τονισμούς που παίζουν δεν ταίριαζε ηχητικά μ’ αυτό που θα επακολουθούσε, αφετέρου επειδή δεν είναι καθόλου του γούστου μου κι ίσως τους αδικήσω τελικά. Ας πω απλά ότι ο κόσμος από τον οποίο προέρχομαι δε βρίσκει καλή ιδέα να παίζεις κιθάρα βάζοντας το αριστερό σου πόδι επάνω στο μόνιτορ, ούτε το να παίρνεις πόζες επάνω στη σκηνή δίνει κάποια ιδιαίτερη βαρύτητα στα όσα παίζεις.

Αντίθετα, δημιούργησαν ένα ακόμη πιο έντονο κοντράστ με την ταπεινή, προσγειωμένη παρουσία των Theatre Of Hate που τους ακολούθησαν, που όμως δεν υπολειπόταν σε δυναμισμό και ελεγχόμενη εκρηκτικότητα κανενός. Νομίζω ότι και μόνο η παρουσία του Brandon επάνω στη σκηνή ήταν ικανή να ηλεκτρίζει το χώρο μόνη της, για όσους ήξεραν, μα και για όσους ήταν εκεί επειδή ήθελαν να μάθουν.

Ανοίγω εδώ μια ελάχιστη παρένθεση για να θέσω υπόψιν του αναγνωστικού κοινού ότι για τον γράφοντα, ο εν λόγω μπροστάρης διαθέτει μια από τις συγκλονιστικότερες φωνές που έχουν περάσει ποτέ από τον ευρύτερο χώρο της ροκ μουσικής (όπως καταγράφηκε εδώ σε αντίστοιχο αφιέρωμα του περιοδικού μας), οπότε το να τον έχω απέναντί μου ήταν αρκετό για να με εκτοξεύσει σε άλλες χωροχρονικές διαστάσεις. Όταν δε, άνοιξε το στόμα του και ξεκίνησε να τραγουδάει, ακόμη κι αυτές άρχισαν να συστέλλονται και να διαστέλλονται ακατάπαυστα.

Ο Kirk Brandon είχε μία πολυτάραχη ζωή, με επεισόδια που περιλαμβάνουν σοβαρά προβλήματα υγείας και διαφόρων ειδών δικαστικές διαμάχες (δεν πρόκειται να επεκταθούμε περισσότερο στις τελευταίες αυτές μιας που δεν είμαστε πάνελ πρωινάδικου, μία απλή αναζήτηση στο ίντερνετ θα σας λύσει κάθε περιέργεια και απορία), όπως και ακατάπαυστο touring όλα αυτά τα χρόνια με πλειάδα σχημάτων αλλά και σαν σόλο καλλιτέχνης.

Ήδη η συναυλία στην Αθήνα ερχόταν κατόπιν μιας μηνιαίας περιοδείας με τους Spear Of Destiny, κι επρόκειτο σχεδόν για το ξεκίνημα μία άλλης με τους Theatre Of Hate που θα τον μετέφερε για άλλους δύο περίπου μήνες στις Ηνωμένες Πολιτείες.

Ως εκ τούτου, έδειχνε καταβεβλημένος στα δικά μου μάτια τουλάχιστον, κάποιες στιγμές φαινόταν σα να χάνει την ισορροπία του στη σκηνή, ενώ σε ορισμένα τραγούδια δε φαινόταν διατεθειμένος να σκίσει το λαρύγγι του για να αποδώσει πιστά όλες τις κορώνες που τους είχε χαρίσει στις αυθεντικές ηχογραφήσεις.

Δεν πειράζει στο ελάχιστο όλο αυτό, ήταν τόσο σπουδαίος όπως και η μπάντα του το ίδιο, ώστε κάθε μικρό ελάττωμα που μπορεί να είχε σιδερώθηκε από τη συνολική εικόνα που άφησαν πίσω τους.

Theatre Of Hate

Δε μπόρεσα να ξεκαθαρίσω ποια ήταν αυθεντικά μέλη και ποια μουσικοί που απλά δέχτηκαν να συμμετάσχουν γιατί ήταν μια ευκαιριακή δουλειά που τους προσφέρθηκε – εδώ που τα λέμε, καθαρά αυθεντικά μέλη ήταν ο Billy Duffy και ο Nigel Preston, με τον έναν να τους έχει αφήσει πίσω εδώ και αιώνες και να έχει γνωρίσει δόξες με τους Cult και τον άλλο να μας έχει αφήσει χρόνους εδώ και καιρό… Από σύντομη έρευνα που έκανα, είχε δύο μακροχρόνιους συνεργάτες πίσω του (τον ντράμερ και τον μπασίστα) και δύο νέους (τον κιθαρίστα και τον σαξοφωνίστα).

Μικρή σημασία έχουν αυτά, περισσότερο αξίζει να πούμε ότι η μπάντα σκότωνε κι απέδιδε περίφημα όλα τους τα τραγούδια. Τραγούδια που κρατούσαν σοφά την ισορροπία ανάμεσα στο παλιό και το νεότερο υλικό τους, παρά το γεγονός ότι όλοι είχαμε έρθει να ακούσουμε τα πρώτα, και το είχαμε τόσα χρόνια καημό.

Theatre Of Hate

Από τα 19 κομμάτια που έπαιξαν, τα 5 προέρχονταν από το πιο πρόσφατο στούντιο άλμπουμ τους ‘Kinshi’, έναν δίσκο που στέκεται αξιοπρεπέστατα δίπλα στην υπόλοιπη δισκογραφία τους, όπως και δύο ακόμη από πολύ πρόσφατες κυκλοφορίες που περιλαμβάνονται ανάμεσα σε παλιότερα κομμάτια – κάτι που φαίνεται να κάνουν εδώ και δεκαετίες, βασιζόμενοι αέναα σε έναν κορμό 20 περίπου τραγουδιών στα οποία μπαινοβγαίνουν σκόρπια ορισμένα, όχι πολλά, άλλα. Από εκεί και πέρα, βρισκόμαστε στο χώρο του κλασικού, εκεί που αποθεώθηκε όσο σε λίγες ακόμη περιπτώσεις η έννοια του post punk.

Η μουσική τους είναι ο ορισμός του είδους, της μουσικής αυτής τεχνοτροπίας που πήρε τα καλύτερα στοιχεία από την οργή του punk και την καλλιτεχνική ματιά των πιο επιδέξιων μουσικών συγγραφέων του ροκ παρελθόντος και τα ένωσαν εις σάρκαν μία – αφού προηγουμένως τα μπόλιασαν και με έντονα πολιτική στιχουργική.

Το πακέτο αυτό μας προσέφεραν εκείνο το βράδυ, ξαναζεσταμένο θα προσέθεταν κάποιοι, μα σε καμία περίπτωση λιγότερο ελκυστικό, θα λέγαμε εμείς. Τι να λέμε όταν τα πάντα ξεκινούν με το ‘Original Sin’ και τελειώνουν με το ‘Legion’, όπως είχε τελειώσει το ζωντανά ηχογραφημένο άλμπουμ τους ‘He Who Dares Wins’ με το οποίο και τους λάτρεψα;

Σε ολόκληρη τη διάρκεια του live, η μπάντα έδωσε τον καλύτερό της εαυτό, ο Brandon έπιανε συχνά την κιθάρα του, παρότι ο Adrian Portas δεν έδωσε ποτέ δικαίωμα ότι έχει ανάγκη από οργανική υποβοήθηση, ενώ και οι υπόλοιποι στάθηκαν κάτι παραπάνω από το ύψος τους στο έργο που είχαν αναλάβει να επιτελέσουν.

Theatre Of Hate

Γεγονός πάντως είναι ότι κάθε φορά που άνοιγε το στόμα του ο Brandon, όλα τα υπόλοιπα σχεδόν δεν είχαν νόημα. Τι φωνή έχει αυτός ο άνθρωπος! Σαν να μη μπορείς να το πιστέψεις ότι ένα λαρύγγι μπορεί να κρύβει τόση δύναμη, και παράλληλα τόση συναισθηματική φόρτιση, όσο το δικό του. Σε συνδυασμό με το υλικό που τραγούδησε, δεν άργησε να φορτιστεί και το δικό μας ψυχικό φορτίο και να ξεφύγουμε λιγάκι προς το τέλος. Όλο το σετ ήταν σαν ένα μικρό ταξίδι, που στα δικά μου μάτια φάνηκε σαν να κράτησε λίγο (παρότι η διάρκειά του ήταν η πρέπουσα, δεν παραπονιέμαι).

Απλά θα ευχόμουν να είχαν παίξει κάποια περισσότερα από τα κλασικά τους κομμάτια, αλλά έστω κι έτσι είμαι ευγνώμων που τους είδα έστω και μία φορά στη ζωή μου. Ειδικά όταν τα τελευταία χρόνια συνειδητοποίησα αυτό που έγραφα στην αρχή του κειμένου, ότι οι Theatre Of Hate έχουν σταθεί ένα πολύ σημαντικότερο σχήμα στη ζωή μου απ’ όσο αρχικά θεωρούσα ή και υπολόγιζα ακούγοντάς τους στο πρώτο μισό των ‘80ς.

Πήγα, είδα, άκουσα, προσκύνησα, εξαγνίστηκα.


Πείτε μας την άποψη σας

Αφήστε το σχόλιο σας

Το Ε-mail σας δεν θα δημοσιευθεί.



Τώρα παίζει

Title

Artist

Background