Vic Chesnutt: Το κουράγιο ενός δειλού είναι μεγαλύτερο από όλων των άλλων
Από Εύη Αλεξίου Στις 4 Ιουνίου, 2019
Vic Chesnutt αυτός ο εκπληκτικός μουσικός και άνθρωπος που θα μας συγκινεί πάντα
Γεννημένος το 1964, υιοθετημένος. Στα πέντε του μετακομίζει στην Georgia και αποφασίζει πως αγαπημένο του τραγούδι είναι το Kaw-Liga του Hank Williams. Ξεκινά να γράφει τραγούδια, ο παππούς του έπαιζε κιθάρα κι έφτιαχνε country κομμάτια καθώς η γιαγιά του φτιασίδωνε τους στίχους. Αρχίζει να παίζει τρομπέτα στην ηλικία των εννιά, μέντορας του ο Randy Edgar, αγαπημένα του τραγούδια τότε, το Night The Lights Went Out In Georgia του Bobby Russell, το Delta Dawn τραγουδισμένο από το δεκατριάχρονο κορίτσι θαύμα, Tanya Tucker, καθώς και το The Night Chicago Died των Βρετανών Paper Lace. Στην ηλικία των δεκατριών κατεβαίνει στην πόλη με λίγα δολάρια στην τσέπη κι αγοράζει το Sgt. Peppers, μαζί μ’ αυτό κι ένα γιουκαλίλι.
Μαθαίνει να παίζει τραγούδια των Beatles, του Cohen, του Dylan. Ένα χρόνο αργότερα φυσά την τρομπέτα του σε μια μπάντα που παίζει μόνο διασκευές και όλοι είναι 15 χρόνια μεγαλύτεροι του. Το συγκρότημα λέγεται Sundance.
Οι θετοί γονείς του τα Χριστούγεννα του 1980 τού αγοράζουν μια κιθάρα για να κατευνάσουν τον πόνο του αφού είναι συγκλονισμένος από την δολοφονία του Lennon. Για πρώτη φορά τραγουδά πάνω στη σκηνή με τους Sundance και λέει το Whip It των Devo. Στα δεκαεφτά του συναντά τον Johnny Cash και λίγο πριν την αποφοίτησή του όλη την φουρνιά της punk: Jam, Clash, Sex Pistols κ.λ.π.
Στο κολέγιο παίζει κιθάρα σε μια μπάντα που λεγόταν Random Factor και είναι support σε άλλα κολεγιακά συγκροτήματα. Απολύεται γιατί αρνείται να φορέσει ηλίθια πουκάμισα και ξεκινά καινούργιο συγκρότημα παίζοντας πλήκτρα.
Το 1982 τον βρίσκει ένα αναθεματισμένο αυτοκινητιστικό δυστύχημα και μένει ανάπηρος. Όπως του λένε οι γιατροί, δεν θα μπορέσει πια να ξαναπαίξει κιθάρα ή τρομπέτα. Εκείνος καθηλωμένος, γνωρίζει έναν ολόκληρο διαφορετικό κόσμο κατανόησης της μουσικής. Πουλάει την τρομπέτα και αγοράζει ένα synthesizer. Γράφει pop τραγουδάκια. Αρχίζει και πάλι μ’ ανείπωτο πείσμα να γρατζουνάει τις χορδές της κιθάρας του.
Αγοράζει και καταβροχθίζει ολόκληρες βιβλιοθήκες μοντέρνας ποίησης και κλασσικά λογοτεχνικά έργα καθώς μια ζωή καινούργιας τέχνης μπαίνει μέσα του και τα τραγούδια του πια αρχίζουν να λειτουργούν σε μια ώριμη στροφή. Μετακομίζει στην Αθήνα της Georgia και συνεχίζει να διαβάζει ασταμάτητα. Πάνω στο από τότε δεύτερο σώμα του, το αναπηρικό καροτσάκι, μπαίνει για τα καλά σ’ έναν μποέμικο τρόπο ζωής. Πάνω στο αναθεματισμένο αναπηρικό καροτσάκι και μόνος μπροστά απ’ το μικρόφωνο, ανοίγει live για τοπικά συγκροτήματα. Ταξιδεύει για πρώτη φορά στην Νέα Υόρκη.
Χέρια και πόδια παραλύουν και μετά από άλλη μια εγχείρηση δεν μπορεί να παίξει κιθάρα. Έτσι τουλάχιστον του λένε οι γιατροί. Μαθαίνει ότι ο παππούς του πεθαίνει και ως φόρο τιμής συμμετέχει σε μια τοπική μπάντα που παίζει folk, με το όνομα La-di-das. Γράφει το πρώτο του άλμπουμ με τίτλο Little.
Είναι το 1990 καθώς πεθαίνει ο πατέρας του και φεύγει για Καλιφόρνια. Συναντά τους Harry Victoria Williams, Giant Sand, Van Dyke Parks κ.α. Παντρεύεται την για πάντα σύζυγό του και μπασίστρια των δίσκων του Tina Chesnutt. Πεθαίνει η γιαγιά του και συνομιλεί μαζί της στο Granny που βρίσκεται στον στερνό του δίσκο. Κάνει περιοδεία και ανοίγει τις συναυλίες του Bob Mould, δισκογραφεί το West of Rome, δίνει συνεχόμενες συναυλίες, ανοίγει τα live των ξεχασμένων Soul Asylum και των ξεθυμασμένων Goo Goo Dolls, ηχογραφεί το Drunk και πεθαίνει η μητέρα του.
Μέσα σ’ έναν πανικό φτιάχνει τους Brute και γράφει μέσα στα χρόνια άλλους δυο δίσκους. Όταν το ημερολόγιο μαρκάρει το 1995 κάνει έναν από τους καλύτερους δίσκους της καριέρας του. Το Is the Actor Happy? είναι ένα από τα πιο αδικημένα άλμπουμ εκείνης της χρονιάς.
Νυστέρια και πάλι στο κορμί του, αφόρητοι πόνοι, πολλά χάπια, πολύ αλκοόλ, κατάθλιψη και η δημιουργία, ο μόνος τρόπος να αντιμετωπίσει τα πάντα. Ευρωπαϊκή περιοδεία και βλέπει την Nina Simone ζωντανά, χαράζεται για πάντα μέσα του, συναντά την Joni Mitchell και νιώθει μια τεράστια γαλήνη.
Κυκλοφορεί το About to Choke κι ένα χρόνο αργότερα τραγουδά με τον φίλο του Michael Stipe το συγκινητικό Injured Bird για το soundtrack της ταινίας The End of Violence. Ακολουθεί ο έκτος προσωπικός του δίσκος, The Salesman and Bernadette.
Συναντά τον ποιητή στιχουργό και φιλμογράφο, Kevin Coyne. Παίζουν μαζί βραδιές ολόκληρες και στα εγκαίνια αυτής της χιλιετίας βγάζει το Merriment. Μια χρονιά αργότερα το Left Τo Ηis Own Devices και αφού πρώτα έχει πει μερικά τραγούδια για το soundtrack της ταινίας του Gary Hawkins, The Rough South of Larry Brown. Ακολουθούν χρόνια άκρως δημιουργικά, κάνει τις παραγωγές στα δυο πρώτα άλμπουμ της ανιψιάς του Liz Durett, ενώ συνεργάζεται και με τον μεγάλο μουσικό παραγωγό Hal Wilner υπεύθυνο για πολλά tribute albums.
Τα τελευταία χρόνια βγάζει τις καλύτερες δουλειές της ζωής του. Μέσα στο στοιχειωμένο Hotel2Tango της Constellation Records και θρονιασμένος για πάντα στην μοίρα του, αντάμα με τους Silver Mount Zion, κυκλοφορεί το North Star Deserter το 2007 και λίγους μήνες πριν κλείσει η χρονιά, η δεκαετία και η ζωή του βγάζει το στερνό At the Cut αφού πρώτα είχε προλάβει να τραγουδήσει ίσως τα καλύτερα τραγούδια του Dark Night of the Soul στο project πόνημα του Danger Μouse.
Μια ζωή σακατεμένος, καρφωμένο το σώμα του σε μια αναθεματισμένη αναπηρική καρέκλα, μ’ εκείνον να το βάζει πείσμα να ξαναπιάσει κιθάρα, να πει τα τραγούδια του, να δημιουργήσει αυτό που μόνο εκείνος ήξερε. Η Patti Smith ένα βράδυ βρέθηκε στο ίδιο δωμάτιο μαζί του. Είπε πως ήταν ένα παιδί κι ένας γέροντας την ίδια ακριβώς στιγμή, ένας άνθρωπος παρών και απών.
Παραμονή Χριστουγέννων του 2009 έπεσε σε κώμα μετά από υπερβολική κατανάλωση μυοχαλαρωτικών χαπιών. Οι πόνοι στο κορμί του ήταν ανυπόφοροι. Άφησε ένα σημείωμα να καλέσουν την φίλη του Kristin Hersh. Εκείνη ανακοίνωσε την απόπειρα αυτοκτονίας του. Την ημέρα των Χριστουγέννων ο Vic Chesnutt άφησε την τελευταία του πνοή σ’ ένα νοσοκομείο μην νιώθοντας πόνο πια. Ένα σημείωμά έγραφε για την γυναίκα του:
Tina Chesnutt needs all the love you can send her right now…Ήταν η τελευταία απόπειρα μέσα σε μια σειρά προηγούμενων που είχαν αποτύχει.
Ο στίχος The courage of the coward greater than all others που τιτλοφορεί το κείμενο ανοίγει το τραγούδι Coward από το At the Cut. Ο Chesnutt δανείστηκε τα συγκεκριμένα λόγια από τον συγγραφέα Frank Norris και το βιβλίο του τελευταίου McTeague. Στο βίντεο από κάτω η εκτέλεση του τραγουδιού ενάμιση μήνα πριν φύγει και στο Lincoln Hall του Chicago, στις 5 Νοεμβρίου του 2009.
Πηγή: merlins.gr