Woodstock: Οι γνωστοί – άγνωστοι…

Από Στις 16 Ιουλίου, 2019

Πλησιάζουν οι μέρες για τα 50άχρονα από το φεστιβάλ του Woodstock.

Γράφει ο Γιάννης Καστανάρας

Και ενώ πλησιάζουν οι μέρες για τα 50άχρονα από το φεστιβάλ του Woodstock (που στην πραγματικότητα δεν έγινε στο Woodstock, αλλά στο Bethel της Νέας Υόρκης) που θα «γιορταστούν» στις 15, 16 και 17 Αυγούστου 2019 αυτή τη φορά στο Watkins Glen της Νέας Υόρκης (να μην ξεχνάμε και τα 25χρονα, το 1994) με πολλές εκλεκτές (και μη) συμμετοχές, σκεφτήκαμε πως ίσως έχει κάποιο ενδιαφέρον για τους (νεότερους κυρίως) αναγνώστες του Merlin’s να παρουσιαστούν μερικές από τις μπάντες που τότε, συχνά αδίκως, δεν είχαν την προβολή που ενδεχομένως τους άξιζε. Ασφαλώς, παραβλέπονται τα μεγαθήρια (Hendrix, Joplin, Baez, Santana, Grateful Dead, The Who, Joan Baez, Johnny Winter, Country Joe, Paul Butterfield, Canned Heat, Jefferson Airplane, Blood Sweat & Tears, Creedence, κ.ο.κ.), περιλαμβάνονται καλλιτέχνες που προσπάθησαν να κλέψουν λίγη από τη λάμψη των «μεγάλων» (κάποιοι τα κατάφεραν) και να σταδιοδρομήσουν λίγο πριν το Altamont, τον Manson και το τέλος της «αθωότητας».

Μάλιστα, αυτό που φαίνεται έχει μεγαλύτερο ενδιαφέρον από το φετινό τριήμερο, είναι η κυκλοφορία ενός μεγάλου box που θα περιλαμβάνει 36 (!) CD με όλο το σετ όλων των καλλιτεχνών, γνωστών και μη (432 κομμάτια, τα 267 ακυκλοφόρητα), το βιβλίο του εμπνευστή του φεστιβάλ, Michael Lang, το director’s cut της ταινίας του Michael Wadleigh (1970) και διάφορα άλλα καλούδια. Ο τίτλος του ογκώδους πακέτου είναι Woodstock – Back In The Garden: The Definitive 50th Anniversary Archive και την κυκλοφορία (2 Αυγούστου 2019) έχει αναλάβει η Rhino. Κόστος: ούτε λίγο ούτε πολύ γύρω στα… 800 δολάρια (χωρίς τα ταχυδρομικά). Οι έχοντες βιαστείτε να το παραγγείλετε γιατί ο αριθμός είναι περιορισμένος και φαίνεται πως τα μισά έχουν ήδη προπωληθεί.

Πάμε λοιπόν να δούμε πόσα ξέρουμε και πόσα δεν ξέρουμε…

ΠΡΩΤΗ ΜΕΡΑ (ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ 15 ΠΡΟΣ ΣΑΒΒΑΤΟ 16 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 1969)

SWEETWATER
Σειρά: Πρώτοι
Αμοιβή: $1250
Ακούστε: Sweetwater (Reprise, 1968)

Οι Sweetwater σχηματίστηκαν το 1967 στο Λος Άντζελες από τους Nancy “Nansi” Nevins (φωνή, κιθάρα) August Burns (τσέλο), Albert Moore (φλάουτο, φωνητικά), Alan Malarowitz (ντραμς), Elpidio Cobian (κρουστά, ντραμς), Alex Del Zoppo (keyboards) και Fred Herrera (μπάσο). Αρχικά έπαιζαν σε τοπικά μπαρ μέχρι που υπέγραψαν στην Reprise και ηχογράφησαν το πρώτο, ομώνυμο άλμπουμ που κυκλοφόρησε το 1968, ενώ είναι κυρίως γνωστοί για τη διασκευή τους στο παραδοσιακό folk κομμάτι «Sometimes I Feel Like A Motherless Child». Ήταν από τα πρώτα συγκροτήματα της ψυχεδελικής σκηνής που ανέπτυξαν τον rock/fusion ήχο και για ένα μεγάλο διάστημα περιόδευσαν με τους Doors.

Σύμφωνα με το πρόγραμμα, οι Sweetwater θα άνοιγαν το μουσικό κομμάτι της πρώτης μέρας (και τo ίδιο το φεστιβάλ), όμως δεν πρόλαβαν να φτάσουν στην ώρα του λόγω του μποτιλιαρίσματος που επικρατούσε για πολλά χιλιόμετρα στους δρόμους που οδηγούσαν στο χώρο της συναυλίας. Έτσι, ο Richie Havens, ο καλλιτέχνης που κανονικά θα εμφανιζόταν δεύτερος, ήταν τελικά εκείνος που εμφανίστηκε πρώτος στη σκηνή του φεστιβάλ. Οι Sweetwater μεταφέρθηκαν με ελικόπτερο στο χώρο της συναυλίας και βγήκαν δεύτεροι στη σκηνή ολοκληρώνοντας ένα σετ δέκα τραγουδιών.

Λίγους μήνες αργότερα, τον Δεκέμβριο του 1969, η Nevins τραυματίστηκε σοβαρά σε αυτοκινητιστικό ατύχημα, όταν το αυτοκίνητο στο οποίο επέβαινε συγκρούστηκε με μεθυσμένο οδηγό και το συγκρότημα αναγκάστηκε να διακόψει τις δραστηριότητές του. Η παρατεταμένη θεραπεία της Nansi λόγω εγκεφαλικής βλάβης (που θα διαρκούσε 12 χρόνια) και η μόνιμη απώλεια μιας από τις φωνητικές της χορδές είχε σαν αποτέλεσμα την οριστική διάλυση του συγκροτήματος.

Το συγκρότημα επανασυνδέθηκε το 1994 για το Woodstock ’94, με τρία μέλη από την αρχική σύνθεση (Nevins, Herrera και Del Zoppo).

BERT SOMMER
Σειρά: Τρίτος
Αμοιβή: Άγνωστη
Ακούστε: Inside Bert Sommer (Eleuthera, 1969)

O Bert Sommer ήταν ένας folk τραγουδιστής, συνθέτης και ηθοποιός που γεννήθηκε το 1949 στο Λονγκ Άιλαντ και στο Woodstock αποθεώθηκε κυριολεκτικά ερμηνεύοντας συγκλονιστικά, μεταξύ άλλων δέκα τραγουδιών, το «America» των Simon & Garfunkel, ενώ αργότερα πολλοί τον χαρακτήρισαν σαν τον χαμένο αστέρα του Woodstock. H συμμετοχή του δεν συμπεριλήφθηκε στο αρχικό τριπλό άλμπουμ ούτε και στην ταινία κι έτσι πέρασε απαρατήρητος, όπως άλλωστε και άλλοι καλλιτέχνες μικρότερου βεληνεκούς. Στο χώρο του φεστιβάλ έγραψε το τραγούδι «We’re All Playing In The Same Band» που κυκλοφόρησε σαν σινγκλ το 1970 και μπήκε στο Top-50 του Billboard.

Το 1968 υπέγραψε με την Capitol και ηχογράφησε το εμπορικά αποτυχημένο πρώτο του άλμπουμ με τον Artie Kornfeld, που λίγους μήνες αργότερα θα γινόταν ένας από τους εμπνευστές της διοργάνωσης του Woodstock.

Την περίοδο 1969-1979, ο Sommer συμμετείχε στη θεατρική παραγωγή του μιούζικαλ Hair (έναν τρόπον τινά αφελή ύμνο στο χιπισμό που αργότερα γνώρισε και κινηματογραφική επιτυχία) και συνέχισε με άλλα έργα. Συμμετείχε στους Left Banke και στους hard rockers Vagrants του Leslie West (Mountain), για τους οποίους συνέθεσε πολλά τραγούδια.

Πέθανε στη Νέα Υόρκη στις 23 Ιουλίου 1990 εξαιτίας χρόνιων αναπνευστικών προβλημάτων.

TIM HARDIN
Σειρά: Τέταρτος
Αμοιβή: $2000
Ακούστε: Tim Hardin 2 (Verve, 1967)

O Tim Hardin κόντευε να τριανταρίσει όταν εμφανίστηκε στο φεστιβάλ του Woodstock. Ο καταπιεστικός πατέρας του τον είχε ωθήσει να καταταγεί στους πεζοναύτες και να κάνει μέρος της θητείας του στο Βιετνάμ ως συνοδός της αποστολής Αμερικανών συμβούλων. Σύμφωνα με πληροφορίες εκεί άρχισε να κάνει χρήση της ηρωίνης.

Μετά την απόλυσή του, το 1961, μετακόμισε στη Νέα Υόρκη με στόχο να γίνει ηθοποιός αλλά σύντομα τον «κατάπιε» η σκηνή του Greenwich Village και άρχισε να εμφανίζεται με την κιθάρα του σε διάφορα στέκια της περιοχής. Επειδή όμως στη Νέα Υόρκη η μουσική του δεν τύχαινε ιδιαίτερης ανταπόκρισης, το 1963 μετακόμισε στη Βοστόνη και τελικά υπέγραψε συμβόλαιο με την Columbia, ηχογραφώντας demos για την εταιρεία, τα οποία ωστόσο δεν κυκλοφόρησαν ποτέ και τελικά η εταιρεία τον απέλυσε. Το 1965 έφυγε για το Λος Άντζελες όπου συνάντησε τη μελλοντική του σύζυγο που έγινε και η μούσα για πολλά από τα τραγούδια του.

To 1966 το ζεύγος επέστρεψε στη Νέα Υόρκη και ο Tim υπέγραψε με την Verve και ηχογράφησε το πρώτο του άλμπουμ που κυκλοφόρησε την ίδια χρονιά με τον απλό τίτλο Tim Hardin 1. Ακολούθησε το Tim Hardin 2 που περιείχε το πασίγνωστο και πολυδιασκευασμένο «If I Were a Carpenter». Μολονότι έγραφε όμορφα, απλά κομμάτια και οι κριτικοί τον λάτρευαν, τα προβλήματα του Hardin με τα ναρκωτικά και το τρακ του σχεδόν κάθε φορά που έβγαινε στη σκηνή, τον έκαναν αναξιόπιστο σαν ερμηνευτή με αποτέλεσμα την απόλυσή του και από τη Verve.

Στα τέλη της δεκαετίας του ’60 ο Hardin είχε μετακομίσει στο Woodstock κι έτσι δεν αντιμετώπισε πρόβλημα πρόσβασης στο χώρο της συναυλίας. Επειδή κάποιοι καλλιτέχνες δεν είχαν φτάσει ακόμα, οι διοργανωτές του ζήτησαν να ανοίξει το φεστιβάλ, αλλά εκείνος ήταν πολύ μαστουρωμένος για να το κάνει κι έτσι τελικά εμφανίστηκε λίγο πριν τις εννέα το βράδυ μετά τον Bert Sommer. Αφού είπε ένα τραγούδι μόνος με την κιθάρα του, συνέχισε συνοδευόμενος από έξι καταπληκτικούς μουσικούς – Gilles Malkine (κιθάρα), Glen Moore (μπάσο), Ralph Towner (κιθάρα, πιάνο), Bill Chelf (πιάνο), Steve “Muruga” Booker (τύμπανα) και Richard Bock (τσέλο). Παρουσίασαν άλλα εννέα τραγούδια, αλλά ο Hardin σίγουρα δεν ήταν στην καλύτερη στιγμή του, καθώς μασούσε τις λέξεις και αρκετές φορές έμοιαζε έτοιμος να καταρρεύσει. Το σετ του ολοκληρώθηκε τη στιγμή που έπιασε η βροχή.

Μετά το φεστιβάλ, η ζωή του Hardin πήρε την κάτω βόλτα. Ακυρώσεις περιοδειών, απόλυση από τη Verve, ηρωίνη, ακόμα και η γυναίκα του τον παράτησε παίρνοντας μαζί και τον γιο τους. Παραπαίοντας, ο Hardin ηχογράφησε μερικούς ακόμα δίσκους και τελικά πέθανε από υπερβολική δόση ηρωίνης/μορφίνης στις 29 Δεκεμβρίου 1980, λίγες μέρες πριν τα τριακοστά ένατα γενέθλιά του.

MELANIE SAFKA
Σειρά: Πέμπτη
Αμοιβή: $750
Ακούστε: Melanie (γνωστό και ως Affectionally Melanie, Buddha, 1969)

Η καλλιτεχνική καριέρα της Melanie Safka (ή, σκέτα Melanie) μετράει πάνω από σαράντα άλμπουμ, αλλά την εποχή που εμφανίστηκε στο Woodstock είχε κυκλοφορήσει μόνο ένα για την Buddha, η οποία αμέσως μετά έσπευσε να τη βάλει στο στούντιο για ένα δεύτερο, ομώνυμο δίσκο που έμελλε να είναι από τους πιο χαρακτηριστικούς της.

Η Νεοϋορκέζα τραγουδίστρια/συνθέτιδα Melanie γεννήθηκε τον Φεβρουάριο του 1947 και ήταν μόλις 22 χρονών όταν την κάλεσαν για να παίξει στο φεστιβάλ του Woodstock επειδή, όπως λέει η ίδια, ζούσε στο ίδιο κτήριο που είχαν τα γραφεία τους οι διοργανωτές του φεστιβάλ. Η μητέρα της προσπάθησε να την μεταφέρει με το αυτοκίνητό της στο χώρο της εκδήλωσης, αλλά έπεσαν πάνω στο απίστευτο μποτιλιάρισμα εξαιτίας της τεράστιας προσέλευσης και τελικά η Melanie αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη μητέρα της και να επιβιβαστεί σε ελικόπτερο.

Βγήκε στη σκηνή μόνη της με μια ακουστική κιθάρα λίγο πριν τις έντεκα τη νύχτα, μετά τον Ravi Shankar, παίρνοντας τη θέση των Incredible String Band που είχαν αρνηθεί να παίξουν λόγω της καταρρακτώδους βροχής. Το κοινό συμπάθησε αμέσως τη νεαρή καλλιτέχνιδα που έδειχνε να είναι κάπως νευρική και αντέδρασε ανάβοντας (όπως όπως) κεριά για να τη συνοδεύσει. Η Melanie παρουσίασε επτά κομμάτια, τέσσερα από το πρώτο της άλμπουμ (το ένα διασκευή στο «Mr. Tambourine Man» του Bob Dylan), δυο από το επερχόμενο, και το «Birthday Sun» που το παρουσίαζε για πρώτη φορά, αποσπώντας θερμό χειροκρότημα. Δυο από αυτά τα κομμάτια συμπεριλήφθηκαν στη διπλή συνέχεια (Αtlantic, 1978) του τριπλού άλμπουμ.

Μετά το Woodstock, η Melanie συνέχισε να ηχογραφεί και να περιοδεύει με αρκετή επιτυχία, αλλά από τα μέσα της δεκαετίας του ’70 οι πωλήσεις της ήταν σχετικά μικρές. Κατά διαστήματα συνέχισε να ηχογραφεί και να κυκλοφορεί δίσκους και πολλοί καλλιτέχνες έχουν διασκευάσει τραγούδια της, όπως οι Mott The Hoople και πιο πρόσφατα η Miley Cyrus. Το 1989 απέσπασε βραβείο Emmy για τους στίχους ενός κομματιού που ακούστηκε στην επιτυχημένη τηλεοπτική σειρά Beauty and the Beast. Δεν εμφανίστηκε στην αρχική κόπια της ταινίας ούτε και στο άλμπουμ, αλλά συμπεριλήφθηκε στο φιλμ Woodstock: The Lost Performances (Warner, 1990).

ARLO GUTHRIE
Σειρά: Έκτος
Αμοιβή: $5000
Ακούστε: Alice’s Restaurant (Reprise, 1967)

«Ο αυτοκινητόδρομος της Πολιτείας της Νέας Υόρκης είναι κλειστός, μάγκες μου. Πάρα πολλά φρικιά!» Με αυτά τα λόγια ο Arlo Guthrie, άξιος συνεχιστής της παράδοσης του πατέρα του, Woody Guthrie, αντιμετώπισε τα εκατοντάδες χιλιάδες αυθεντικά ή κάλπικα χιπιά που είχαν συγκεντρωθεί στο Woodstock για ένα τριήμερο γεμάτο αγάπη, ειρήνη και μουσική. Για να περάσει αμέσως στο «Coming To Los Angeles», ένα τραγούδι που είχε γράψει αντλώντας έμπνευση από μια πτήση του από το Λονδίνο στο Λος Άντζελες και που είχε ηχογραφήσει για το δεύτερο άλμπουμ του. Σύμφωνα μάλιστα με τον θρύλο, στη διάρκεια της συγκεκριμένης πτήσης ο Arlo είχε ανοίξει τη βαλίτσα του για να διαπιστώσει έντρομος ότι κάποιοι φίλοι του είχαν βάλει μέσα εν αγνοία του ένα «δωράκι»: δυο κιλά χασίς. Ευτυχώς, την εποχή εκείνη ο έλεγχος των αποσκευών ήταν πιο χαλαρός…

Ο γιος του Woody Guthrie ήταν ήδη όνομα στο χώρο της αμερικανικής υποκουλτούρας όχι μόνο επειδή ήταν γιος του πατέρα του, αλλά επειδή το πρώτο του άλμπουμ με τίτλο Alice’s Restaurant που είχε κυκλοφορήσει τον Οκτώβριο του 1967, τον είχε αναδείξει σαν έναν από τους καλύτερους τροβαδούρους της γενιάς του. Το τραγούδι «Alice’s Restaurant Massacre», θεωρείται από τα καλύτερα της folk κομμάτια όλων των εποχών.

Κατά κάποιον τρόπο, ο Guthrie δεν ήξερε ότι θα εμφανιζόταν το πρώτο βράδυ κι έτσι γλεντούσε με άλλους καλλιτέχνες, οπότε ήταν ήδη αρκετά «φτιαγμένος» όταν τον ενημέρωσαν πως ήταν η σειρά του να βγει στη σκηνή. Ωστόσο τα κατάφερε και λίγο πριν τα μεσάνυχτα και πριν την Joan Baez που έκλεισε το πρόγραμμα της πρώτης μέρας, παρουσίασε για μισή ώρα ένα σετ επτά κομματιών συνοδευόμενος από τον κιθαρίστα John Pilla, τον μπασίστα Bob Arkin και τον ντράμερ Paul Motian και κλείνοντας με μια εκτέλεση του «Amazing Grace». Το πλήθος τον αποθέωσε.

Ο Guthrie συνέχισε τη δισκογραφική του πορεία που μετά το 1975 έπαψε να γνωρίζει εμπορική επιτυχία, παρ’ όλο που ανέκαθεν συγκέντρωνε πολυάριθμους ακροατές. Συνέχισε να ερμηνεύει τραγούδια διαμαρτυρίας και να συμμετέχει σε ανάλογες εκδηλώσεις (συνεργάστηκε για χρόνια με τον Pete Seeger και ηχογράφησε μαζί του), αν και πολύ αργότερα θα «παράπαιε» ανάμεσα στους Δημοκρατικούς και τους Ρεπουμπλικάνους, για να δηλώσει τελικά το 2016 ότι διατηρούσε επιφυλάξεις απέναντι και στα δυο κόμματα. Σήμερα, στα 72 του, συνεχίζει να ηχογραφεί και να δίνει συναυλίες.

ΔΕΥΤΕΡΗ ΜΕΡΑ (ΣΑΒΒΑΤΟ 16 ΠΡΟΣ ΚΥΡΙΑΚΗ 17 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 1969)

QUILL
Σειρά: Πρώτοι
Αμοιβή: $375
Ακούστε: Quill (Cotillon, 1970)

Οι αδελφοί Cole, ο Jon (μπάσο) και ο Dan (φωνή) Cole, είχαν από μικροί κλίση στη μουσική και από το 1966 άρχισαν να παρουσιάζουν δικά τους κομμάτια σε διάφορα κλαμπ της Βοστόνης. Τον επόμενο χρόνο ένας μάνατζερ τους έφερε σε επαφή με τον Phil Thayer (πλήκτρα, σαξόφωνο και φλάουτο) και στον ντράμερ Robert North, και οι Quill συμπληρώθηκαν από τον κιθαρίστα Norm Rogers.

Το συγκρότημα άρχισε να παίζει ένα μείγμα rock και ψυχεδελικής jazz και να πειραματίζεται με διάφορους ρυθμούς πάνω από πολύπλοκες μουσικές δομές. Οι στίχοι τους είχαν κοινωνικά και ενίοτε προκλητικά μηνύματα και, καθώς η φήμη τους άρχισε να διαδίδεται, άνοιξαν για μεγάλα ονόματα όπως οι Who, η Janis Joplin, οι Velvet Underground και όλα όσα τύχαινε να εμφανιστούν στην ευρύτερη περιοχή της Βοστόνης.

Ένα ανοιξιάτικο βράδυ του 1969, οι Quill βρέθηκαν να τζαμάρουν στη σκηνή του νεοϋορκέζικου κλαμπ The Scene με τους Jimi Hendrix, Johnnny Winter και Stephen Stills, και σύμφωνα με το θρύλο αυτό το τζαμάρισμα ήταν η αιτία που το συγκρότημα έκλεισε για να εμφανιστεί στο Woodstock.

Οι Quill εγκαταστάθηκαν στο Woodstock κάμποσες μέρες πριν την έναρξη του φεστιβάλ επειδή η συμφωνία με τους οργανωτές προέβλεπε εμφανίσεις τους στη γύρω περιοχή με σκοπό τη διαφημιστική προώθηση της εκδήλωσης – ήταν η μπάντα που πληρώθηκε λιγότερο από κάθε άλλη για τη συμμετοχή της. Έπαιξαν μάλιστα σε μια φυλακή, σε ένα αναμορφωτήριο ανηλίκων και σε ένα ψυχιατρικό ίδρυμα.

Το σετ των Quill στο Woodstock περιλάμβανε τέσσερα κομμάτια και συνολικά διήρκεσε 45 λεπτά. Η μπάντα έπαιξε πάνω σε μια σκηνή που δεν είχε στεγνώσει ακόμα από την καταρρακτώδη βροχή της προηγούμενης νύχτας, μπροστά σε ένα καταλασπωμένο (και αγουροξυπνημένο/κοιμισμένο) κοινό που δεν τους έδωσε ιδιαίτερη σημασία, παρά τις φιλότιμες προσπάθειές τους και τους «αλλόκοτους» πειραματισμούς τους πάνω στη σκηνή. Πάντως, η εμφάνιση αυτή και ο σχετικός θόρυβος γύρω από το όνομά τους, έπεισαν τον Ahmet Ertegun της Atlantic να υπογράψει συμβόλαιο με την μπάντα για τη θυγατρική εταιρεία Cotillion.

Το πρώτο, ομώνυμο άλμπουμ των Quill κυκλοφόρησε το 1970 και το συγκρότημα διαλύθηκε λίγο μετά την ηχογράφηση ενός δεύτερου τον ίδιο χρόνο που όμως δεν κυκλοφόρησε ποτέ.

JOHN SEBASTIAN
Σειρά: Τέταρτος
Αμοιβή: $1000
Ακούσε: Tarzana Kid (Reprise, 1974)

Τώρα θα μου πείτε από πού κι ως που άγνωστος ο John Sebastian (γεν. το 1944), ένας καλλιτέχνης που μέχρι σήμερα έχει κυκλοφορήσει καμιά εικοσαριά άλμπουμ και που πριν παίξει με την κιθάρα του στο Woodstock υπήρξε ηγέτης της θρυλικής, πλέον folk-rock-jugband Lovin’ Spoonful («Summer In The City», «Do You Believe In Magic» κλπ.), τους οποίους είχε εγκαταλείψει τον προηγούμενο χρόνο για να ακολουθήσει σόλο καριέρα. Τέλος πάντως, τον συμπεριλαμβάνω εδώ, όπως και τη Melanie παρακάτω, γιατί την εποχή του φεστιβάλ μόλις έχτιζε την καριέρα του και είχε κυκλοφορήσει μόνο ένα 45άρι για την εταιρεία Kama Sutra. Το ίδιο, βέβαια, θα μπορούσαμε να πούμε για τους Santana, τον Joe Cocker και άλλους, αλλά αφενός τα μεγέθη διαφέρουν και αφετέρου…

… η εμφάνιση του Sebastian στο φεστιβάλ του Woodstock δεν ήταν προγραμματισμένη. Είχε βρεθεί στο χώρο σαν απλός θεατής, αλλά του ζήτησαν να εμφανιστεί όταν ξαφνικά οι οργανωτές χρειάστηκαν κάποιον για να παίξει ακουστικά στο διάλειμμα μετά τους Santana.

Έτσι λοιπόν, ο Sebastian μπήκε εμβόλιμα και παρουσίασε πέντε κομμάτια, τα τρία από το ντεμπούτο άλμπουμ που είχε ήδη ηχογραφήσει αλλά δεν είχε κυκλοφορήσει ακόμα, και δυο κομμάτια των Lovin’ Spoonful (αφιέρωσε το «Younger Generation» σε ένα μωρό που είχε γεννηθεί στο χώρο του φεστιβάλ). Η εμφάνισή του ήταν κάπως αλλοπρόσαλλη και οι ισχυρίστηκαν ότι βρισκόταν υπό την επήρεια μαριχουάνας ή κάπου ψυχεδελικού. Αργότερα θα το επιβεβαίωνε και ο ίδιος, λέγοντας ότι είχε πάρει μέρος από ένα χάπι που του έδωσε κάποιος πριν ανέβει στη σκηνή, επειδή δεν περίμενε ότι θα του ζητούσαν να παίξει. Κοινώς, έκανε ό,τι ακριβώς έκανε και η συντριπτική πλειοψηφία των θεατών.

Ο Sebastian εμφανίζεται στο αρχικό άλμπουμ καθώς και στο αρχικό ντοκιμαντέρ. Είκοσι πέντε χρόνια αργότερα, το 1994, έπαιξε φυσαρμόνικα για τους Crosby, Stills and Nash και εμφανίστηκε με το συγκρότημά του, τους J-Band, στο Woodstock ’94 για την 25η επέτειο από το ιστορικό φεστιβάλ.

To 1976 το σινγκλ του «Welcome Back/Warm Baby» σκαρφάλωσε μέχρι την πρώτη θέση του Billboard. Το πιο πρόσφατο άλμπουμ του κυκλοφόρησε το 2007 με τίτλο Satisfied, μια συλλογή με παραδοσιακά τραγούδια αλλά και αυθεντικά σε συνεργασία με τον David Grismam.

THE KEEF HARTLEY BAND
Σειρά: Πέμπτοι
Αμοιβή: $500
Ακούστε: Halfbreed (Deram, 1969)

Η μπάντα του ντράμερ Keef Hartley ήταν η πρώτη από τις τέσσερις (συμπεριλαμβανομένων των Grease Band του Joe Cocker) βρετανικές μπάντες που εμφανίστηκαν στο Woodstock – οι άλλες δυο ήταν οι Who και οι Incredible String Band. Επίσης, αυτή ήταν η πρώτη τους εμφάνιση σε αμερικανικό έδαφος, σε μια προσπάθεια να προμοτάρουν το Halfbreed, το θαυμάσιο ντεμπούτο άλμπουμ τους. Τα μέλη της μπάντας τρομοκρατήθηκαν από την άκρως εντυπωσιακή εμφάνιση των Santana και τον ασυγκράτητο ενθουσιασμό του πλήθους μετά το τέλος της, καθώς σύμφωνα με το πρόγραμμα θα ακολουθούσαν αμέσως μετά. Ωστόσο, η «παρεμβολή» του John Sebastian στο ενδιάμεσο τους βοήθησε να χαλαρώσουν, αν και τελικά οι ίδιοι δεν έμειναν ικανοποιημένοι από την απόδοσή τους.

Η σύνθεση της μπάντας –Keef Hartley (τύμπανα), Miller Anderson (κιθάρα, φωνή), Gary Thain (μπάσο), Jimmy Jewell (σαξόφωνο) and Henry Lowther (τρομπέτα, βιολί)– παρουσίασε ένδεκα κομμάτια (ανάμεσά τους τρεις διασκευές, δυο του B.B. King και μια του Sleepy John Estes), ξεσηκώνοντας κάπου κάπου τους θεατές, ενώ πολλοί που τους άκουγαν για πρώτη φορά τους συνέκριναν με τους Αμερικανούς Blood, Sweat & Tears, οι οποίοι επίσης εμφανίζονταν στο φεστιβάλ. Δυστυχώς, η εμφάνισή τους δεν ηχογραφήθηκε και διασώθηκε μόνο χάρη σε μαγνητόφωνα του κοινού, επειδή ο μάνατζέρ τους ήθελε υπογεγραμμένο συμβόλαιο για να το επιτρέψει και μάλιστα ζήτησε τα χρήματα μπροστά – μέγα θράσος για ένα άγνωστο συγκρότημα. Οι διοργανωτές τον ενημέρωσαν ότι δεν ήξεραν καν αν θα υπήρχε άλμπουμ ή ταινία από το φεστιβάλ, αλλά εκείνος ήταν αμετάπειστος.

Οι Keef Hartley Βand ηχογράφησαν άλλα πέντε άλμπουμ προτού διαλυθούν. Στη διάρκεια της μουσικής του καριέρας, ο Hartley συνεργάστηκε κυρίως με τον John Mayall, ενώ ηχογράφησε ένα σόλο άλμπουμ, το Lancashire Hustler, που κυκλοφόρησε το 1972. Τελικά αποσύρθηκε στην πατρίδα του, το Preston του Lancashire κάνοντας σποραδικές εμφανίσεις με διάφορους μουσικούς. Πέθανε τον Νοέμβριο του 2011.

ΜΟUNTAIN
Σειρά: Όγδοοι
Αμοιβή: $2000
Ακούστε: Mountain (Windfall,1969)

Είναι πραγματικά κρίμα που τα ακούσματα των περισσότερων σχετικά με τους Mountain αρχίζει και τελειώνει με το (όντως μοναδικό ) «Mississippi Queen». Αλήθεια, έχετε ακούσει το «Southbound Train», το «Blood On The Sun» ή τη βαριά κι ασήκωτη διασκευή τους στο «Satisfaction» των Stones; Σπεύσατε! Οι Νεοϋρκέοι Mountain των Leslie West και Felix Pappalardi (και μετά το Woodstock) μπορεί να ήταν επηρεασμένοι από τους Βρετανούς Cream, αλλά η προσωπική τους σφραγίδα στο hard rock είναι σχεδόν εξίσου σημαντική.

Το πρώτο ομώνυμο άλμπουμ της μπάντας στην ουσία κυκλοφόρησε κάτω από το όνομα του West, με τον Pappalardi στο μπάσο και στην παραγωγή, ένα μήνα πριν την εμφάνιση της μπάντας στο φεστιβάλ (συν τον ντράμερ Norman D. Smart II, συν τον πληκτρά Steve Knight), αλλά στο Woodstock ο τίτλος του άλμπουμ είχε γίνει πλέον τίτλος του συγκροτήματος. Οι Mountain ήταν πολύ καινούργιο συγκρότημα και κανείς δεν ήξερε τι να περιμένει. Το σίγουρο πάντως είναι ότι μετά το φινάλε του τελευταίου από τα εννέα κομμάτια που παρουσίασαν απέκτησαν φανατικούς οπαδούς. τους σετ τους.

Οι Mountain ανέβηκαν στη σκηνή γύρω στις 9 το βράδυ μετά τους Canned Heat και πριν τους Grateful Dead, εξαπολύοντας για μια ώρα όλη τους την ηλεκτρική ενέργεια. Ψυχεδελικά σόλο, στιβαρά φωνητικά –πολλοί μίλησαν για τους διαδόχους των Cream – και βαρύ blues-rock που καθήλωσε το πλήθος. Άνοιξαν με το «Blood Of The Sun» (που ενέπνευσε το όνομα για τους σύγχρονους Τεξανούς στονεράδες), πέρασαν στο «Stormy Monday» του T-Bone Walker (κάποιος έπρεπε να το παίξει σ’ αυτό το φεστιβάλ!) και έκλεισαν με το «Southbound Train» και με το μαγικό σόλο του West. Tα «Blood Of The Sun» και «Theme From An Imaginary Western» μπήκαν στο διπλό άλμπουμ Woodstock Two του 1978.

Mετά το φεστιβάλ οι Mountain (με νέο ντράμερ τον έξοχο Corky Laing), γνώρισαν σημαντική επιτυχία ηχογραφώντας το «Mississippi Queen», ένα από τα μνημειώδη κομμάτια του hard rock, το οποίο σκαρφάλωσε μέχρι το Νο 21 του αμερικανικού Billboard. Τα άλμπουμ τους Climbing! και Nuntucket Sleighride (Windfall, 1970 και 1971 αντίστοιχα) έγιναν χρυσά στις ΗΠΑ, ενώ η μπάντα συνέχισε να περιοδεύει. Ταυτόχρονα, άρχισαν τα προβλήματα με τα ναρκωτικά και το αλκοόλ (με τον West να «πρωταγωνιστεί») και οι Mountain διαλύθηκαν το 1972 έπειτα από μια βρετανική τουρνέ. Το 1973 οι West και Pappalardi θα ξαναβρεθούν για περιοδείες, θα ηχογραφήσουν, θα επιστρέψει και ο Laing, αλλά η «ιστορική» σύνθεση θα διαλυθεί και πάλι το 1974. Έκτοτε θα υπάρξουν περιστασιακές σύντομες επανασυνδέσεις. Ο West συνεχίζει να παίζει και να ηχογραφεί μέχρι σήμερα, παρ’ όλο που το 2011 χρειάστηκε να του ακρωτηριάσουν το δεξί πόδι λόγω επιπλοκών του διαβήτη. Ο Laing συνεργάστηκε και συνεργάζεται με διάφορους μουσικούς και σχήματα (μεταξύ των οποίων και τα δικά του). Ο Pappalardi ασχολήθηκε κυρίως με παραγωγές, αλλά στις 17 Απριλίου οι γυναίκα του τον πυροβόλησε με ένα περίστροφο που της είχε κάνει δώρο και τον σκότωσε μέσα στο διαμέρισμά τους στη Νέα Υόρκη.

TΡΙΤΗ ΜΕΡΑ (ΚΥΡΙΑΚΗ 17 ΠΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΑ 18 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 1969)

THE GREASE BAND
Σειρά: Πέμπτοι
Αμοιβή: Άγνωστο αν και πόσα τους έδωσε ο Joe Cocker.
Ακούστε: The Grease Band (Shelter/Harvest, 1971)

Εντάξει, εντάξει, το ξέρω ότι το ξέρετε πως οι Βρετανοί freaks Grease Band ήταν το συγκρότημα που συνόδευε τον Joe Cocker στο Woodstock και αλλαχού. Ωστόσο, αυτό που δεν γνωρίζουν οι περισσότεροι είναι ότι, προτού εμφανιστεί ο μακαρίτης, η μπάντα έκανε την εισαγωγή, όπως λέμε και στα δικά μας τα σκυλάδικα, πριν την είσοδο του καλλιτέχνη στο πάλκο, ανοίγοντας το σετ του Βρετανού μουσικού με δυο κομμάτια.

Τα κολακευτικά λόγια για την εμφάνιση του Cocker στο φεστιβάλ ενθουσίασαν τον τραγουδιστή που αποφάσισε πως η Αμερική ήταν ο τόπος που θα ήθελε και ζήσει. Αυτό όμως δεν έβρισκε σύμφωνα τα μέλη της μπάντας τους που μάζεψαν τα μπογαλάκια τους και επέστρεψαν στην Αγγλία, όπου πολύ σύντομα αναδιοργανώθηκαν. Οι Grease Band ήταν ο «rock» πυρήνας στην αυθεντική ηχογράφηση του μιούζικαλ των Andrew Lloyd Webber και Tim Rice, Jesus Christ Superstar, με τον Ian Gillan των Deep Purple στο ρόλο του Υπέρλαμπρου Άστρου. Λίγο αργότερα, οι Bruce Rowland (ντραμς), Alan Spenner (μπάσο, φωνητικά), Neir Hubbard (κιθάρα, φωνητικά) και Henry McCullough (σόλο κιθάρα, φωνητικά) υπέγραψαν συμβόλαιο με την Harvest και το 1971 κυκλοφόρησαν το ομώνυμο ντεμπούτο τους που πήρε διθυραμβικές κριτικές – πολλοί μάλιστα έφτασαν σε σημείο να το συγκρίνουν με το αριστούργημα των Band, Music From The Big Pink!

Ακολούθησαν δυο περιοδείες στις Η.Π.Α. και μια έντονη δραστηριότητα, αλλά το 1972 η αρχική σύνθεση είχε αρχίσει να μπάζει νερά και τελικά ο Rowland εγκατέλειψε το συγκρότημα. Οι υπόλοιποι συνέχισαν με αντικαταστάτη και το 1975 κυκλοφόρησαν ένα δεύτερο άλμπουμ, το Amazing Grease, προτού διαλυθούν. Το 1971 ο McCullough θήτευσε για ένα σύντομο διάστημα στους Wings του Paul McCartney, ενώ ηχογράφησε μερικά σόλο άλμπουμ. Πέθανε τον Ιούνιο του 2016. Ο Stainton έπαιξε με τους Roxy Music (όπως και ο Hubbard), ενώ μαζί με τον Spenner σχημάτισε τους Kokomo. Οι Grease Band συνεργάστηκαν επίσης σε άλμπουμ της Marianne Faithfull.

THE INCEDIBLE STRING BAND
Σειρά: Έκτοι
Αμοιβή: $2.250
ΑΚΟΥΣΤΕ: Hangman’s Beautiful Daughter (Elektra, 1967)

Οι Incredible String Band ήταν η τρίτη βρετανική (ή, μάλλον, σκοτσέζικη) μπάντα του Woodstock (η τέταρτη και τελευταία ήταν οι Who) και ήδη μετρούσαν τρία χρόνια παρουσίας στα μουσικά δρώμενα, με επικεφαλής δυο μέλη από την αρχική σύνθεση, τους Robin Williamson (κιθάρα πιάνο, βιολί) και Mike Heron (κιθάρα, πιάνο, φωνητικά), που συμπληρώνονταν από δυο κοπέλες, την Christina «Licorice» McKechnie (πλήκτρα, κρουστά, φωνητικά) και την Rose Simpson (μπάσο, φωνητικά, κρουστά).

Οι Incredible String Band είχαν ήδη κυκλοφορήσει τέσσερα άλμπουμ πριν πατήσουν το πόδι τους στο λιβάδι του Max Yusgar και το τρίτο από αυτά, το Τhe Hangman’s Beautiful Daughter, είχε αποσπάσει διθυραμβικές κριτικές και είχε γνωρίσει μεγάλη επιτυχία στη Βρετανία, χάρη σε ένα έξοχο κράμα βρετανικής folk και ψυχεδέλειας, μαζί με το ανάλογο ντύσιμο και τη μανιέρα, με αποτέλεσμα να θεωρούνται πιονιέροι του είδους στην πατρίδα τους.

Την άνοιξη του 1969 συγκρότημα είχε περιοδεύσει εκτεταμένα στις ΗΠΑ και στη Βρετανία, όταν δέχτηκε το τηλεφώνημα του Michael Lang, ενός από τους εμπνευστές του φεστιβάλ, με την πρόταση συμμετοχής. Και ενώ σύμφωνα με το πρόγραμμα, οι Incredible String Band ήταν να εμφανιστούν την Παρασκευή, τη μέρα που ήταν κυρίως αφιερωμένη σε καλλιτέχνες της folk, εκείνοι αρνήθηκαν να βγουν στη σκηνή εξαιτίας της φοβερής νεροποντής που μαινόταν εκείνη την ώρα. Έτσι, τη θέση τους πήρε η Melanie και οι ISB εμφανίστηκαν τελικά το απόγευμα της Κυριακής, την τρίτη και τελευταία μέρα της εκδήλωσης, ανάμεσα στους Keef Hartley Band και τουw Canned Heat, παρουσιάζοντας έξι τραγούδια. Το κοινό τους αντιμετώπισε μάλλον ψυχρά, καθώς τη μέρα εκείνη περίμενε καλλιτέχνες «σκληρότερων» προδιαγραφών, ενώ δεν συμπεριλήφθηκαν ούτε στην ταινία ούτε και στο άλμπουμ.

Μετά το Woodstock, οι Incredible String Band συνέχισαν την πορεία τους, η οποία όμως από τις αρχές της δεκαετίας του ’70 άρχισε να φθίνει, με αποτέλεσμα τη διάλυση της μπάντας τον 1974. Επέστρεψαν το 1999, πάντα υπό την καθοδήγηση των Williamson και Heron, έως την οριστική απόσυρσή τους από την ενεργό δράση το 2006, έχοντας κυκλοφορήσει πολλά άλμπουμ αλλά χωρίς τη σπίθα της πρώτης περιόδου.

SHA NA NA
Σειρά: Δέκατοι
Αμοιβή: $700
Ακούστε: Rock & Roll Is Here To Stay (Kama Sutra, 1969)

Τι κι αν έχουν μείνει μόνο δυο μέλη από την αυθεντική τους, πολυμελή σύνθεση με την οποία οι Sha Na Na έκαναν την εκρηκτική τους εμφάνιση παίζοντας προτελευταίοι στο φεστιβάλ του Woodstock, μπροστά στο ένα πέμπτο του αρχικού κοινού; Συνεχίζουν μέχρι σήμερα να διασκεδάζουν όσους τη βρίσκουν με καθαρόαιμο fifties doo-wop/rock and roll και αρνούνται πεισματικά να εγκαταλείψουν τα «κοκόρια» τους.

Οι Νεοϋορκέζοι Sha Na Na μετρούσαν ελάχιστους μήνες ζωής σαν μπάντα, όταν εμφανίστηκαν στο Woodstock «από το πουθενά» προετοιμάζοντας το εξαντλημένο και σχεδόν άυπνο κοινό για τους Gypsies Sun And Rainbows, όπως τώρα αποκαλούσε την μπάντα του ο Jimi Hendrix. Λέγεται μάλιστα, ότι ο ίδιος ο Hendrix είχε ζητήσει από τους διοργανωτές να τους συμπεριλάβουν στο πρόγραμμα, επειδή τον είχαν εντυπωσιάσει όταν τους είχε δει σε κάποιο κλαμπ λίγο καιρό πριν. Οι Sha Na Na έκαναν την έκπληξη και εγκατέλειψαν τη σκηνή ξημερώματα της Δευτέρας έπειτα από δώδεκα «ταχύρυθμα» τραγούδια που άφησαν τους θεατές να χειροκροτούν με ανοιχτό το στόμα. Το «At The Hop» που βρήκε το δρόμο του για την ταινία, είναι μόνο μια μικρή δόση από την όλη παράσταση της μπάντας. Λαμέ κοστούμια, ροκαμπιλάδικο attitude, χορογραφίες και άφθονος χαβαλές – κάμποσα χρόνια αργότερα οι Blues Brothers των Belushi και Aykroyd θα πρόσθεταν το προσωπικό τους blues ύφος στην τούρτα. Και να σκεφτεί κανείς ότι οι Sha Na Na, σε μουσικό επίπεδο, ήταν εντελώς διαφορετικοί από το μουσικό πνεύμα του φεστιβάλ…

ΠΗΓΗ: https://merlins.gr


Τώρα παίζει

Title

Artist

Background