Το Yellow προτείνει: “Το Λιβάδι που Δακρύζει”, του Θόδωρου Αγγελόπουλου
Από Εύη Αλεξίου Στις 21 Νοεμβρίου, 2023
Ένας φόρος τιμής στους απανταχού πρόσφυγες μέσα από το τραγικό οδοιπορικό μιας γυναίκας που είναι θύμα αλλά και μάρτυρας των μεγάλων ιστορικών δραμάτων του ελληνισμού.
“Το Λιβάδι που Δακρύζει” (2004) είναι η πρώτη ταινία της “Τριλογίας” του Θόδωρου Αγγελόπουλου. Μέσα από αναφορές στον Θηβαϊκό Κύκλο, παρακολουθεί την μοίρα του Ελληνισμού όπως αυτή καταγράφεται στη σχέση δύο ανθρώπων που πρωτοσυναντιούνται παιδιά το 1919, κατά την φυγή των Ελλήνων από την Οδησσό, για να χαθούν και να ξαναβρεθούν σε διαφορετικές χρονικές περιόδους σε διάφορα σημεία του κόσμου βιώνοντας τα μεγάλα ιστορικά γεγονότα του 20ου αιώνα και των αρχών του 21ου.
Ηρωίδα της ταινίας μια γυναίκα που σαν παιδί, έφηβη, σύζυγος, μητέρα, μοναχική γυναίκα θα γνωρίσει την προσφυγιά, τον θάνατο, την εξορία, αλλά και τον έρωτα, το τραγικό πάθος. Το όνομά της, είναι ένα όνομα σύμβολο: Ελένη. Είναι όπως εξηγεί ο Θόδωρος Αγγελόπουλος “η Ελένη του μύθου, η Ελένη όλων των μύθων που διεκδικείται… αλλά και διεκδικεί το απόλυτο της αγάπης”.
“Το Λιβάδι που Δακρύζει” γυρίστηκε εξ ολοκλήρου στην Ελλάδα, στη λίμνη της Κερκίνης, όπου στήθηκε ένα ολόκληρο χωριό, και στη Θεσσαλονίκη, όπου χτίστηκε ένας προσφυγικός συνοικισμός. Βάρκες γλιστρούν στο ποτάμι με επιβάτες που κρατούν μαύρες σημαίες, δεκάδες λευκά σεντόνια ανεμίζουν με φόντο τη θάλασσα, τοπία και άνθρωποι αναδύονται μέσα από την ομίχλη. Εικόνες, τυλιγμένες στην υγρασία και στην υπέροχη μουσική της Ελένης Καραΐνδρου.
Χρονολογικά εξελίσσεται μεταξύ του 1919 και του 1949 παρακολουθώντας τη μοίρα των προσφύγων, όπως αυτή καταγράφεται στη ζωή των ανθρώπων που “βίωσαν σαν ήρωες αρχαίας τραγωδίας, τα οδυνηρά γεγονότα του ελληνισμού και της ιστορίας του 20ου αιώνα”.
Από το 1984 ο Αγγελόπουλος μίλησε για εκείνους που θα ζήσουν κουβαλώντας πάνω τους τα σύνορά τους, για αυτούς που θα έρθουν στη Δύση ξεριζωμένοι, πεινασμένοι κι εξόριστοι έχοντας για πατρίδα την απελπισία τους.
Μια ομάδα ξεριζωμένων Ελλήνων της Οδησσού φτάνει σε ένα βαλτότοπο της Ελλάδας που ορίζεται ένα ποτάμι που τον διασχίζει. Οι πρόσφυγες στεριώνουν εκεί έναν οικισμό προσπαθώντας να ξανακτίσουν τη ζωή τους.
Μια οικογένεια κυριαρχεί. Ο πατέρας αυστηρός και πείσμων, μετά το θάνατο της γυναίκας του θα θελήσει να παντρευτεί την Ελένη, ένα κοριτσάκι που μεγάλωσε στο σπίτι του αφού το είχαν περιμαζέψει στο φευγιό τους μέσα στο χαμό του διωγμού. Ο γάμος δεν θα γίνει ποτέ και η Ελένη το σκάει με το γιο του που αγαπιούνται από παιδιά.
Η περιπλάνηση των δύο νέων στην Ελλάδα, με την προστασία μιας ομάδας μουσικών, μετατρέπεται σε μια τραγική ιστορία. Η ταραγμένη πολιτική σκηνή οδηγεί τους νέους να αντιμετωπίσουν μια σειρά από γεγονότα που σημαδεύουν οριστικά τη ζωή τους. Μη μπορώντας να στεριώσουν πουθενά, κουβαλώντας την κατάρα του πατέρα για την προδοσία, ο νέος θα αναγκαστεί να φύγει στην Αμερική σε αναζήτηση μιας καλύτερης μοίρας.
Η Ελένη, μόνη της πλέον θα βιώσει τη φρίκη του πολέμου και του εμφύλιου, χάνοντας και τα δυο της παιδιά. Μετά από διαδοχικές φυλακίσεις για αντιστασιακή δράση θα εξοριστεί από την πατρίδα που νόμισε ότι είχε βρει φτάνοντας μια μέρα μικρό παιδάκι στην Ελλάδα.
Ποιητικός, λιτός και αφαιρετικός, ο Αγγελόπουλος καταφέρνει να πει με τη σιωπή όσα δεν μπορούν να πουν άλλοι κινηματογραφιστές με τεράστιους διαλόγους. Το βλέμμα του από την αρχή της σταδιοδρομίας του ήταν στραμμένο στην αναζήτηση της αλήθειας, πολιτικής, ιστορικής και φιλοσοφικής.
Κυρίαρχα θέματα στα έργα του ήταν η θνητή φύση του ανθρώπου, η μετανάστευση, η επιστροφή στην πατρίδα κι η ελληνική ιστορία του 20ου αιώνα.
Κινητήρια δύναμη της ακατάπαυστης δημιουργικότητας του, ήταν η πολιτική και το όνειρο μιας άλλης Ελλάδας και ενός διαφορετικού κόσμου. Και δεν σταμάτησε ποτέ να ονειρεύεται για αυτά. Απέφευγε τα κοντινά πλάνα κι αυτό γιατί πίστευε ότι ο άνθρωπος είναι μικρός μπροστά στα όνειρα και τις χαμένες ελπίδες μιας ολόκληρης γενιάς, αυτής που ο ίδιος εκπροσώπησε σε όλη τη διάρκεια της ζωής του.